Tuesday, September 1, 2009

Εγκεφαλικές Ραψωδίες

Ο αρχηγός της φυλής έγνεψε στον καλεσμένο να κάτσει δίπλα του. Φορούσε πολύ λίγα ρούχα, κάποια μπλέ φτερά και μερικές μπογιές του δάσους. Η ινδιάνικη τελετή ήταν χαρά, τιμή στον ταξιδιώτη και επισκέπτη. Κάποια αυτοσχέδια μουσικά όργανα, προϊόντα κι εκείνα του δάσους, άρχισαν εναν ρυθμικό χορό. Κάποια ντόπια κοκαϊνούχα φυτικά παράγωγα προσφέρθηκαν στον περίεργο ξένο που είχε έρθει φιλικά στο χωριό προσφέροντας ρύζι για δώρο στους μεγάλους και σοκολάτες στα παιδιά.

Σε λίγα λεπτά, μια γλυκιά ζάλη τον κατέκλυσε. Βυθίστηκε ξαφνικά σε περίεργες εγκεφαλικές στοές και ένοιωσε το μυαλό του να επιταχύνεται. Κάθε σκέψη του είχε τώρα ένα συγκεκριμένο μαθηματικό σχήμα, κάτι σαν γραφική παράσταση που κάθε της καμπύλη συμφωνούσε απόλυτα με τον μουσικό ρυθμό. Ενοιωσε το κορμί του να χαλαρώνει και την μουσική να τον αυθυποβάλει. Κάποιοι άνθρωποι χόρευαν μπροστά του κουνώντας χέρια και πόδια σε αυτοσχέδιες κινήσεις. Ενα μοιρολόι άρχισε.

Ενοιωσε πως ήθελε να χορέψει. Η μουσική που άκουγε ήτανε δικιά του. Ενα δημιούργημα που έβγαινε κατευθείαν απο την ψυχή και ζητούσε διέξοδο απο το κορμί του. Σηκώθηκε αυθόρμητα και άρχισε να χορεύει. Ακολουθώντας τον μουσικό ρυθμό, τυλίχτηκε σε έντονα συναισθήματα. Ο ρυθμός έγινε μονοπάτι μυστικό που χάνονταν στο τεράστιο δάσος. Χορεύοντας, ακολούθησε το δρόμο. Κάπου στα βαθιά του δάσους, μέσα στα τεράστια δέντρα και το μαγικό ποτάμι, ένοιωσε πως ανακάλυψε έναν υπέροχο ναό. Στο κέντρο του, η ρίζα της ανθρώπινης ανάγκης, η Εκφραση. Την κοίταξε με δέος και χόρεψε γύρω της. Δεν ήθελε να την πειράξει, ηταν το τελειότερο πράγμα που είχε δεί ποτέ του. Ενα μεγαλοφυές δημιούργημα του νού, μια αριστοτεχνική πηγή που ξέβραζε τα σάπια του μυαλού. Θεία Κάθαρση. Ενοιωσε πως ζούσε σε μια άλλη διάσταση, ένα εγκεφαλικό ψέμα.

Κοντοστάθηκε, στιγμιαία, για να σκεφτεί. Θα τον έσωνε ο χορός απο τα συναισθήματα;

Χρόνια αργότερα, στη μακρινή πατρίδα του, ο ξένος έλαβε μια άλλη πρόσκληση για φαγητό. Ηταν το καλωσόρισμα κάποιων φίλων που τον περίμεναν. Που πάντα τον περίμεναν. Στην ταβέρνα του Σάββατου, το κρασί ήταν υπέροχο και τα φαγητά λιτά και νόστιμα. Ο "Φιλόξενος Νικόλας", φίλος, ιδιοκτήτης, ταβερνιάρης και ψαράς, έφερε τα ανοιγμένα χέλια που είχε ψήσει στη σχάρα, και του έγνεψε να καθίσει δίπλα του. Κάποια άσπρα ντόπια κρασιά και καπνιστά αυγοτάραχα χρόνων του προσφέρθηκαν τιμητικά. Οι φίλοι κούρδισαν κάποια μουσικά όργανα, σκαφτούς μπαγλαμάδες της φυλακής και τρίχορδους ρεμπέτικους τζουράδες, και άρχισαν να παίζουν μια ρυθμική μουσική. Ενα γλυκό τραγούδι άρχισε.

Σε λίγα λεπτά, ο ξένος ένοιωσε το κρασί να τον αγγίζει εγκεφαλικά και ένοιωσε το μυαλό του να επιταχύνεται. Μια γλυκιά ευφορία κατέκλυσε το κορμί του. Ενοιωσε πως ήθελε να χορέψει. Η μουσική που άκουγε ήτανε δικιά του. Ενα δημιούργημα που έβγαινε κατευθείαν απο την ψυχή, και ζητούσε διέξοδο απο το κορμί. Σηκώθηκε αυθόρμητα και άρχισε να χορεύει. Βυθίστηκε και πάλι σε κάποιους δαίδαλους του νού, και άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του σαν μια μηχανική οντότητα που έτρεχε σε περίεργες διαδρομές. Παντού στροφές, παντού συναντούσε κάτι. Κάπου βρήκε μια πληθώρα αναμνήσεων που είχε παραπετάξει, αλλού βρήκε συναισθήματα, την Αγάπη, την Ενοχή, τη Νοσταλγία, την Ηδονή. Το μυαλό του άρχισε νοητά να μοιάζει με μαθηματική κυματική παράσταση που κάθε της κοιλάδα και βουναλάκι χωρούσε ακριβώς τη μουσική που άκουγε. Μία τέλεια μαθηματική εφαρμογή.

Σε κάποια στροφή του νού, συνάντησε κάποια παλιά του εικόνα. Την είχε ξαναδεί κάπου, σε κάποια άλλη γιορτή, κάποια άλλη τιμητική στιγμή Χαράς. Τον Ναό του Δάσους. Τη Ρίζα της ανθρώπινης Ανάγκης, την Εκφραση. Το μεγαλοφυές εκείνο δημιούργημα του Νού, την αριστοτεχνική πηγή που ξέβραζε τα σάπια του μυαλού. Ηταν η ίδια για όλους τους ανθρώπους, έμπαινε με βία στον εγκέφαλο και πάλευε να βγεί απο το κορμί σαν Χορός. Θεία Άνθρώπινη Κάθαρση. Την κοίταξε με δέος και χόρεψε γύρω της. Δεν ήθελε να την πειράξει, την είχε ανάγκη. Ενοιωσε πως ζούσε σε μια άλλη διάσταση, μια ραψωδία του ψυχής, ένα υπερφίαλο θαύμα.

Δεν δίστασε καθόλου. Ο Χορός θα τον έσωνε απο τα Συναισθήματα...

------------------------------------------------------
Σαν κάθε ατελής και αμαρτωλός άνθρωπος, υπέκυψα και εγώ στον πειρασμό του ευγενούς Διονυσιακού ροφήματος, και τόριξα στα ζειμπέκικα. Σε κάποια στιγμή, η μουσική μου προκάλεσε κάποια έκρηξη στο μυαλό, και μερακλωμένος πιά, απετίναξα πάσαν αμαρτίαν δια του χορού. Θολωμένος και ευτυχής, ξέβρασα και τούτο το ποστάκι. Θα το διαβάσω αργότερα. Το μέλλον του αβέβαιο.
------------------------------------------------------

4 comments:

  1. Ωραίο το ποστάκι, να το κρατήσεις.

    ReplyDelete
  2. πάντα τέτοια:-)) ατελή και αμαρτωλά.

    υ.γ σου το έστειλα και το πρωί το ίδιο σχόλιο αλλά τώρα που μπήκα να δω πιθανή απάντηση -είδα οτι δεν είχε αποσταλεί....ίσως να μην πρόσεξα

    να είσαι καλά

    ReplyDelete
  3. Γειά σου φίλε Περαστικε. Χαίρομαι που σου άρεσε. Ναί, θα το κρατήσω. Με σκιαγραφεί απόλυτα και αληθινά. Ευχαριστώ.

    -----------------------------
    Σου άρεσε φίλε Ψούξ? Γίνεται και θεατρικό musical. Καποιος μεθάει και χάνεται στο δάσος του μυαλού του. Συναντάει εκεί μια σειρά απο αναμνήσεις και συναισθήματα (προσωποποιημένα). Και καθώς φορτώνεται πολύ, στο τέλος, η Τέχνη τον σώζει.

    Big success, σου λέω.

    ReplyDelete
  4. σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων με την Αλίκη όχι μόνο Παρατηρητή αλλά και Δημιουργό...

    ναι δεν είναι κακό!

    καλημέρα

    ReplyDelete