Friday, September 4, 2009

Ωδή στον Μακρυγιάννη

Τον θυμάμαι να κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού του και να αγναντεύει τη θάλασσα. Είχε μπροστά του ενα σημειωματάριο και περιστασιακά έγραφε τις σκέψεις του. Είχε και μια ηρεμία που τον διαφοροποιούσε απο τους υπόλοιπους γείτονες. Ημουνα μικρός τότες και δεν είχα χρόνο για ιστορικές σκέψεις, ο κόσμος γύρω μου είχε απλά και καθημερινά προβλήματα, την έγνοια της οικογένειας, τη βιοπάλη. Επαρχιακή η διάσταση της σκέψης των περισσοτέρων, οικογένεια, δουλειά, κάποιος κοινωνικός καφές, εκκλησία την Κυριακή. Και κάποτε, καθώς τυχαία τον γνώρισα και κάθισα κοντά του, εκείνος, με μια υπέροχη γλωσσική άρθωση και θεατρική πρόζα ποιότητας, άρχισε να μου μιλάει για τις χαμένες πατρίδες και την Οικουμενικότητα του Ελληνισμού. Ηταν πράγματι διαφορετικός.

Μου μίλησε για τον Ηρόδοτο και τις ανακατεμένες ιστοριες του, τους σύγχρονους Έλληνες ιστορικούς, τον Καρολίδη, τον Ρούσσο, έκανε αναφορές στις φυλές των Βαλκανίων. Οσα έλεγε μου ήταν εντελώς ακαταλαβίστικα, ασύνδετα και φανταστικά, αλλά η έλξη στο πρόσωπό του ήταν τεράστια. Δεν τον ρώτησα κάν τί ήταν, τι ακριβώς επαγγελόταν, προς τί οι αναφορές και τα τσιτάτα. Αρκούσε η υπέροχη ραδιοφωνική φωνή του που με καθήλωνε με τις ιστορίες του. Κάπου στο παιδικό μυαλό μου διαισθανόμουν μια ποιότητα σκέψης, μια ανώτερη βαθμίδα λογικής, μια λογοτεχνική θεατρικότητα που μου άρεσε. Μετά το καλοκαίρι εκείνο, χάθηκε για πάντα. Και ξανάρθε στη ζωή μου, νοητά, φέτος. Ο κ. Παπαβασιλείου.

Η κόρη του, η κυρία Παρασκευή, ειναι σήμερα συνταξιούχος δασκάλα. Κάθισα μαζί της για καφέ και την ρώτησα για τον πατέρα της. Είχε πεθάνει πιά, στα Γιάννενα, με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Δεν θυμόταν αν ήταν καλός πατέρας, απουσίαζε όλη του τη ζωή, ελάχιστος ο χρόνος που έζησε με τη γυναίκα του, ακόμα λιγότερος ο χρόνος με τα παιδιά του. Μόνον περιστασιακά, όπως εμφανιζόταν σαν κομήτης, της έφερνε δώρα και γλυκά. Και μετά χανόταν πάλι. Ηταν απόμακρος, κλεισμένος στον εαυτό του και στις σκέψεις του. Συχνά έφευγε νύχτα.

Γεννήθηκε σ' ενα απόμακρο χωριό της Βορείου Ηπείρου, το Δίβρη, γή των Ελλήνων, επίσημη γή της Αλβανίας. Και γύρω στα 10 του χρόνια, η οικογένειά του τον έκρυψε σε μια βάρκα και τον πέρασε σε κάποιο συγγενή τους στην Κέρκυρα, νύχτα με βροχή, για να μην τον βλέπουν απο τα φυλάκια. Ο συγγενής, φούρναρης, τον έχωσε στο σπίτι του και στο μαγαζί του, και τον μεγάλωσε σαν παιδί του. Τον έστειλε στο σχολείο, τον έμαθε να φτιάχνει ψωμί και κουλούρια, τον έστελνε στην εκκλησία. Στα χαρτιά του ληξιαρχείου, τον ρώτησαν πως τον λένε. Ηταν ο γιος κάποιου παπά, του παπα-Βασίλη. Του έδωσαν ετσι το επώνυμο Παπαβασιλείου.

Ο νεαρός φούρναρης που ήξερε άπταιστα ελληνικά και αλβανικά, αρίστευσε στο σχολείο, και κάποτε μπήκε στη σχολή ελλήνων αξιωματικών. Τον είχε καλέσει τότε ο αστυνόμος του χωριού να του μιλήσει. Ηταν φτωχός για να πάει στην Ευελπίδων, αλλά κάποιοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Και μέσα απο κάποιες μυστικές και απίθανες διαδικασίες, απο νωρίς στο στράτευμα, τον έβαλαν στο Α2, ενα ειδικό τμήμα πληροφοριών που έκανε κατασκοπία στα Βαλκάνια. Τούφτιαξαν έτσι κάποια πλαστά χαρτιά, και τον μπαινόβγαζαν κρυφά για χρόνια στην Αλβανία. Τριγυρνούσε απο χωριό σε χωριό, απο τη Β. Ηπειρο μέχρι τα Τύρανα, καταγράφοντας καταστάσεις, δημιουργώντας δίκτυα πληροφοριών, οργανώνοντας συνδέσμους σε χωριά και πόλεις. Ο γιός του παπα-Βασίλη έγινε έτσι κατάσκοπος της Ελλάδας στα Βαλκάνια, μεταφέροντας στρατιωτικό και άλλο υλικό στους έλληνες συνδέσμους της Αλβανίας, γράφοντας κοινωνικές και πολιτικές αναλύσεις για τον άγνωστο γείτονα, παράγοντας πολιτικές και εθνολογικές διατριβές. Στην κυρία Παρασκευή, είπε κάποτε με πατρική φωνή, "τα αυγά των χωρικών τα κλέβουν οι άνθρωποι της αστυνομίας, και οι παπάδες του χωριού ειναι ρουφιάνοι".

Διατηρούσε λίστες με έλληνες συνεργάτες του Αλβανικού συστήματος, καταδότες, πατριώτες και διανοούμενους. Εκείνοι τον συναντούσαν για συζητήσεις πολιτογραφώντας την κατάσταση της Αλβανίας και των γύρω Βαλκανικών χωρών. Και εκείνος, οσο πιο διακριτικά μπορούσε, τους βοηθούσε υλικά και οικονομικά. Κάποτε στα Τύρανα, ενας Άλβανός χωρικός τον υποψιάστηκε και τον κατέδωσε στην αστυνομία. Φορούσε ενα αμερικάνικο ρολόι. Μα εκείνος, στιγμές πριν μπούν στη γιάφκα με τα έντυπα, τους χάρτες και τα λεφτά, κατάφερε να ξεφύγει νύχτα σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι. Οι σεκουριτάδες του Χότζα τον επικύρηξαν απο τότε με φωτογραφία και αμοιβή. Εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει στην Ελλάδα.

Μια νύχτα, ξαναπέρασε κρυφά στο Δίβρη. Απότομα βουνά, κοφτερές πλαγιές σαν μάρμαρα, χωματένοι δρόμοι, σπίτια χωρίς ηλεκτρικό, είπε στην κ. Παρασκευή. Οι σεκουριτάδες έκλεβαν ακόμα τα αυγά των χωρικών, και ο γιός του παπα- Βασίλη, έρποντας πίσω απο λόφους και βουνά, κουρασμένος και σε πλήρη υπερδιέγερση, σύρθηκε κρυφά στα σκοτεινά και αντίκρυσε ξανά το πατρικό του σπίτι. Και είδε, λέει, τη μάνα του να ξεμυτάει απο το κουζινάκι της αυλής, γερασμένη μα όμορφη, Θεά και Μάνα που εκείνος είχε στερηθεί απο παιδί. Ηθελε να τρέξει να την αγκαλιάσει, μα δεν τόλμησε να εμφανιστεί. Πιστός στη μοίρα της προσφυγιάς και στο ορκισμένο καθήκον, έπνιξε τα πικρά του δάκρυα κρυμμένος στο αλώνι. Ισως και να προσευχήθηκε. Κράτησε όμως την απουσία του και την παρανομία του αλώβητη.

Ηρθε κατόπιν ο πόλεμος της Αλβανίας. Και εκείνος ήταν εκεί, καταγράφοντας με εντολή του στρατού όλες τις μετακινήσεις, τις μάχες, ό,τι έγινε σ' εκείνον τον πόλεμο. Απο χωριό σε χωριό, απο βουνό σε βουνό, απο σύνδεσμο σε σύνδεσμο. Και μια βραδιά, σε κάποιο γιουρούσι, τραυματίστηκε και ο ίδιος απο κάποια σφαίρα και σύρθηκε ματωμένος σε κάποιο φιλικό σπίτι. Εζησε εκεί υποφέροντας την αργή ανάρρωση που του άφησε και κάποια αναπηρία. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, κάποιο καράβι τον ξαναπέρασε στην Ελλάδα. Και απο τότε έγραφε...

Παιδί της κατασκοπίας, ξέβρασμα των λαών των Βαλκανίων, πολύγλωσσος και με τεράστιες ιστορικές απορίες, τάμα του ελληνισμού στον βωμό της Ιστορίας, ο γιός του παπά και του φούρναρη αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του συνθέτοντας ιστορικά κείμενα, γεγονότα, αφηγήσεις και συμβάντα. Πήρε την Ιστορία ανάποδα, απο την ώρα του μέχρι τον Θουκυδίκη και τον Ηρόδοτο, μελέτησε τους πατεράδες του, τα ιστορικά του γενοφάσκια, την παγκόσμια Ιστορία. Ωριμος και έμπειρος πιά, κοίταξε τίμια και κατάματα τα γεγονότα που υπηρέτησε, και κατανόησε βαθιά το τίμημα που πλήρωσε ο ίδιος στη Βαλκανική του περιπέτεια. Και κάθισε να καταγράψει με απόλυτη ηρεμία, πράος και θεατρικός, την Ιστορία όπως την είδε και ένοιωθε εκείνος. Απο η ρίζα της. Το καλοκαίρι που τον συνάντησα, είχε ήδη τελειώσει τα γραπτά του...

Ρώτησα την κ. Παρασκευή τί απέγιναν τα γραπτά του πατέρα της. Τα περισσότερα χάθηκαν, μου είπε. Ο ίδιος δεν είχε εναν οργανωμένο χώρο εργασίας, και μοίραζε τα γραπτά του σε φίλους στρατιωτικούς και σύνδεσμους που γνώριζε. Κάποια μέρα, ένας πολιτικός των Αθηνών πέρασε απο τα Γιάννενα και έπεισε την γυναίκα του να του δανείσει τα χειρόγραφα του άντρα της. Μάζεψε όσα μπόρεσε να πάρει, δεν τα επέστρεψε ποτέ, όπως υποσχέθηκε, και κάποια χρόνια αργότερα πέθανε. Οι απόγονοί του ήταν εντελώς αποκομμένοι για να ενδιαφερθούν. Και έτσι, τα γραπτά χάθηκαν. Για πάντα.

Εξάντλησα τις προσπάθειές μου με την κυρία Παρασκευή σε πολλαπλούς καφέδες. Εμαθα ό,τι ήταν να μάθω, και πήρα ό,τι ήταν δυνατόν να πάρω. Η συμπαθής δασκάλα δεν είχε όμως τίποτα άλλο να προσφέρει. Είχα εναν διακαή πόθο να ξετρυπώσω τα γραπτά αυτού του υπέροχου ανθρώπου, που η μνήμη μου τον διατηρούσε σε έντονες σκηνές και αφηγήσεις. Μετα την κομμουνιστική κατάρρευση, οι Αλβανοί συγγενείς του, όσοι επέζησαν, ήρθαν ρακένδυτοι στην Έλλάδα και χάθηκαν στις μεγάλες πόλεις. Τί να βρεί κανείς, και τι να αναζητήσει απο ανθρώπους που πάλευαν ακόμα με τα στοιχειώδη της ύπαρξης...

Στο τέλος της ζωής του, ο στρατός του έδωσε τον βαθμό του συνταγματάρχη με το οποίον αποστρατεύθηκε. Ηταν τότε που τον γνώρισα να αναπολεί τη θάλασσα σκαλίζοντας τα ιστορικά γραπτά του. Σε κάποια φωτογραφία που μου έφερε η κ. Παρασκευή, ο κύριος συνταγματάρχης απεικονίζεται με τη λαμπρή στολή του να ανταλλάσσει τιμητική χειραψία με τον βασιλιά Παύλο σε κάποια επίσημη στρατιωτική σύναξη. Ηταν η μόνη φωτογραφία που είχε. Ουτέ μία με τα παιδιά του...

Ενοιωσα πως τον γνώρισα αργά, τον κατάλαβα ακόμα αργότερα, και καθώς ο καφές με την κ. Παρασκευή τελείωνε, ένοιωσα έναν απέραντο θυμό για τους ανθρώπους. Γιατί δεν βρέθηκε κανείς να προστατεύσει τα ιστορικά και εθνογραφικά γραπτά του. Γιατί κανείς του φίλος, σύνδεσμος ή συγγενής δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ του, στο ελάχιστο, για τα Μακρυγιάννεια γραπτά του, τις Μακρυγιάννειες αφηγήσεις του. Τις αφηγήσεις ενός υπέροχου ανθρώπου, ενός ορφανού της Ελλάδας, ενός αληθινού ήρωα, ενός χαμένου Μακρυγιάννη...

4 comments:

  1. Καλημέρα Locus μου.
    Πολύ ωραία η αφήγηση σου, αν και μου φάνηκε βγαλμένη από ένα μέρος της ιστορίας που τείνουμε να το ξεχάσουμε.
    Την καλημέρα μου

    ReplyDelete
  2. Μερόπη μου γειά σου. Ας είναι. Έπέλεξα την ιστορία για προσωπικούς λόγους. Ηταν μέσα σε όσα βίωσα αυτό το καλοκαίρι στην πατρίδα. Θα είχε μεγάλη αξία, για μένα τουλάχιστον, να αναβίωνα τις σημειώσεις ενός ανθρώπου που κάποτε έδωσε κάτι, χωρίς ποτέ να το μάθει κανένας. Δεν είναι μια ιστορία επικαιρότητας, ούτε και ο Μακρυγιάννης ήταν γνωστός μέχρις ότου κάποιος ανακάλυψε τα γραπτά του σε κάποιον σκουριασμένο τενεκέ. Είναι τις ίδιας εμβέλειας? Δεν έχει σημασία. Υπάρχουν πάντα στιγμές έκπληξης.

    Καλό Φθινόπωρο. Σε διαβάζω πάντα:)

    ReplyDelete
  3. Δυστυχώς βλέπεις δεν υπάρχει πάντα ένας Βλαχογιάννης για να διασώσει «άχρηστα» για πολλούς χειρόγραφα.

    ReplyDelete
  4. Αθεόφοβε, Ναι, λίγοι οι Βλαχογιάννηδες, αλλά ακόμα λιγότεροι και οι Μακρυγιάννηδες. Και είναι θέμα τύχης. Τις ευχές μου -

    ReplyDelete