Friday, December 31, 2010

Καλή Χρονιά!

Αφήνοντας πίσω μας όσα μας πλήγωσαν το 2010, όσα δεν έγιναν και όσα ονειρευτήκαμε, παρά τις αντίξοες και δύσκολες συνθήκες που μας περιβάλλουν, ας αισιοδοξήσουμε για το μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας.

Διστακτικά ίσως, αλλά με επιμονή, να υπενθυμίσω ξανά πως η Υγεία ειναι το μεγαλύτερο δώρο της ζωής, η Ευτυχία η προσωπικότερη ανθρώπινη υπόθεση, η Αυτονομία η καλύτερη ανθρώπινη επιδίωξη, και η προσωπική επανάσταση η μόνη επανάσταση που μετράει...

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ λοιπόν, με υγεία, πρόοδο και ευτυχία.

Tuesday, December 28, 2010

Quinteto Contrapunto

Ενα αριστουργηματικό σε συνδυασμό και εκτελεση μουσικό Quinteto (πεντάδα), σε μια σπάνια ηχογράφηση που χρονολογείται περίπου το 1962. Η ιστορία αναφέρει πως ο Rafael Suárez που σπούδαζε κλασσική μουσική στην Ιταλία, έφερε επιστρέφοντας στην πατρίδα του, την Βενεζουέλα, μια σειρά απο δικές του συνθέσεις βασισμένες πάνω σε παραδοσιακά θέματα της Βενεζουέλας. Οι συνθέσεις ήταν αρχικά γραμμένες για δύο φωνές.

Επιστρέφοντας όμως στο Καράκας, συνεργάστηκε με τον Domingo Mendoza, καθηγητή χορωδίας του πανεπιστημίου του Καράκας, και οι συνθέσεις προσαρμόστηκαν για τις πέντε φωνές της ιταλικής όπερας (mezzosoprano, baritone, bass, soprano, tenor). Για την εκτέλεση μιας και μόνον ηχογράφησης, γεννήθηκε έτσι το γκρούπ της φωτογραφίας (Quinteto Contrapunto). Το γκρούπ επέζησε για λίγο μετά την επιτυχία της ηχογράφησης.

Την σπάνια και ιστορική ηχογράφηση την έφερα πρίν χρόνια (σε κασέτα) απο την Βενεζουέλα, και δεν την έχω σε σύγχρονη ψηφιακή μορφή. Γιά μένα, αποτελεί ακόμα την μουσική υπόκρουση μιας υπέροχης ανάμνησης. Μερικά κομμάτια υπάρχουν στο Υοutube. Θαυμάστε τις τέλειες αρμονίες. Η μόνη μουσική υπόκρουση είναι μια μικρή κιθάρα. Δεν έχω ακούσει ποτέ μου κάτι ανάλογο.

*Για να απαλύνουμε λίγο με όμορφη μουσική, τις δύσκολες φετινές μέρες. Αφιερωμένο στον φίλο Στράτο, παλινοστούντα Ελληνα της Βενεζουέλας και σε όσους βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση ιδεών, ήχων και σκέψεων...

Monday, December 27, 2010

Φωτογραφικό

Με μια σπάνια και οργιώδη ομορφιά προίκισε ο δημιουργός τη Νέα Αγγλία, μια περιοχή του κόσμου που παρά την τεράστια βιομηχανική ιστορική της πορεία, σεβάστηκε και διατήρησε τη φύση σαν εναν ανθρώπινο κήπο γεμάτο λουλούδια και πανάρχαια δέντρα.

Μα τούτη η ομορφιά απαιτεί και τη βοήθεια του ανθρώπου. Η σκληρή φύση ξερνάει στον τόπο αυτό τέσσερις πολύ ξέχωρες εποχές, άλλες με τη μανικιουρισμένη ομορφιά του ανοιξιάτικου κήπου, και άλλες με τους σκοτεινούς και κρύους χειμερινούς παγετώνες. Η άνοιξη είναι η πιο όμορφη εποχή, εύκολη η συμβίωση του ανθρώπου με το περιβάλλον, εύκολη η μετακίνηση και η καθημερινότητα.

Σαν φθινοπωριάζει, ο υγρός ουρανός μεταφέρει την υγρασία του ωκεανού στις γειτονιές, και ποτίζει τη γή με μια μυρωδιά μούχλας που σιγά σιγά σαπίζει την απέραντη πρασινάδα και μετατρέπει τα πράσινα δέντρα σε μια πανδαισία κόκκινων, πράσινων και κίτρινων αποχρώσεων. Ο κύκλος της ζωής.

Για να ξεγυμνωθούν τα δέντρα και πάλι απο την οργιώδη πράσινη ομορφιά τους σε καποιο μελαγχολικό χειμερινό τοπίο που θα ξεγυμνώσει τα πάντα, θα κάψει τους σπόρους της γής, και θα θάψει το φώς και πάλι μέσα στο κρύο του χειμώνα. Καθώς η μέρα μικραίνει, η ομορφιά παίρνει τη χειμερινή της διάσταση.

Κάπως έτσι, ήρθε και φέτος ο χειμώνας, αργά και βασανιστικά στην αρχή, καθώς οι πολικοί αγέρηδες του Καναδά κατεβαίνουν και σαρώνουν το νότο. Τα ίδια κόκκινα δέντρα μοιάζουν τώρα πένθιμα και νεκρικά.

Το φετινό χιόνι άργησε λίγο, και ήρθε μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα. Αρχισε και πάλι το τοπίο να ασπρίζει, οι άνθρωποι να τρέχουν να προετοιμαστούν, μια περίεργη ηρεμία καλύπτει τον αέρα πρίν το ωμό ξέσπασμα της φύσης που θα μετατρέψει τα πάντα γύρω μας σε σεληνιακό τοπίο παγετώνων.

Δύο μέρες χιονιού, και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Τη στιγμή του ξεσπάσματος παραλύουν τα πάντα, οι δρόμοι κλείνουν, τα σπίτια βυθίζονται σε ένα άσπρο πέπλο απαράμιλλης ομορφιάς, μοιάζουν και οι επίσημες ειδήσεις με ανακοινωθέντα πολέμου.

Πάνω απο μισό μέτρο η πρώτη μεγάλη χιονοθύελλα της χρονιάς, μία απο τις πολλές που συνήθως διαπερνούν την περιοχή. Τους καλούς χειμώνες, τρείς ή τέσσερις χιονοθύελλες ειναι υποφερτές. Υπάρχουν και χειμώνας όμως που ο ουρανός δεν σταματά. Πρίν τρία χρόνια, 23 συνεχείς χιονοθύελλες γονάτισαν τα πάντα απο τον μήνα Νοέμβριο μέχρι μέσα Μαρτίου. Μια χειμερινή κόλαση.

Οι φωτογραφίες του πόστ απο τη γειτονιά μου, άνοιξη, φθινόπωρο και χειμώνα. Να απεικονίσουν ελπίζω, την αισθητική μιας περιοχής της γής όπου ο κύκλος της φύσης, όσο κι άν έχει εξασθενίσει στον πλανήτη μας, περνάει ακόμα χωρίς διακοπή, κάθε φορά την ίδια ώρα.

-------------------------------------
All pictures by Locus Publicus, free for public use
New England

-------------------------------------

Monday, December 13, 2010

Οδύσσειες

Μερικούς, η πατρίδα τους σκοτώνει δυό φορές. Τη μία όταν τους δείχνει σιωπηλά το δρόμο της φυγής, μόνη ελπίδα επιβίωσης και ελπίδας. Σαν και τη μεγάλη φυγή του μεταπολέμου, όταν ο ελληνισμός σκόρπισε με τα καράβια στα πέρατα του κόσμου. Εκατομύρια μετρήθηκαν κάποτε οι έλληνες της ομογένειας, βάλτε και τις επόμενες γενιές, αδύνατον πιά να ξέρουμε τί ακριβώς χάσαμε σε ανθρώπινο δυναμικό. Γέμισε η Αμερική με έλληνες, πρώτη πόλη σε ελληνικό πληθυσμό εκτός Ελλάδας η Μελβούρνη, χιλιάδες σκόρπιοι άνθρωποι παντού.

Στην κατοχική Ελλάδα, η οικογένεια της Μίνας πείνασε στην Αθήνα, και κατέφυγε στο χωριό της μάνας μου όπου ο παππούς μου είχε χωράφια, λάδια και φαγητό. Και μετά τον πόλεμο, τρείς οικογένειες έφυγαν για τον Καναδά, μαζί με χιλιάδες άλλες. Η Μίνα γεννήθηκε στο Μοντρεάλ, και είχε τρείς μητρικές γλώσσες. Τα ελληνικά της μάνας της, τα αγγλικά της νέας πατρίδας, και τα γαλλικά του Κεμπέκ. Τρείς γλώσσες και τρείς κουλτούρες ισορροπούνε μέσα της μια ολοκληρη ζωή.

Κάποτε, το Κεμπέκ μπήκε σε προβλήματα, και η Μίνα μετακόμισε στο Τορόντο. Αλλη ζωή εκεί, άλλη κουλτούρα, άλλα βάσανα. Και μόλις συνήθισε, παντρεύτηκε τον Κώστα απο τη Ναύπακτο, και μέσα σε λίγο καιρό, τον ακολούθησε στην Ελλάδα. Ηταν όνειρο του άντρα της να γυρίσει στην πατρίδα. Δεν παραπονέθηκε καθόλου, λέει, ανακάλυψε έτσι ξανά την πατρίδα των γονιών της.

Μα κάποτε, ο Κώστας και η Μίνα χάθηκαν στους δαίδαλους της σύγχρονης και χρεωκοπημένης μακρινής πατρίδας, αναρωτήθηκαν που έφεραν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν, τι ακριβώς θα έκαναν στην Ελλάδα του Μνημονίου. Και μετά απο δύο χρονια ζωής στην Ελλάδα, τώρα επιστρέφουν ξανά στον Καναδά.

"Εμείς δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε πιά", μου ανακοίνωσε η Μίνα. "Τα έχουμε ήδη χάσει όλα. Αναμνήσεις, επαφή, όνειρα να ζήσουμε και να επιστρέψουμε ξανά στον τόπο μας. Εγώ δεν παραπονέθηκα ούτε μέρα, ξέρεις, ο άντρας μου ήταν εκείνος που στεναχωρέθηκε, εκείνος μου ζήτησε να φύγουμε. Δεν μπορώ άλλο, θέλω ενα μέρος να ζήσω, να ελπίσω, να γελάσω. Τόσες μετακομίσεις. Αυτό το πράγμα θα γίνεται συνέχεια, αντε δώ, άντε εκεί, μια ζωή στο αεροπλάνο;"

Η δεύτερη φυγή είναι η σκληρότερη. Γιατί άν η πρώτη είναι τυχαία, η δεύτερη είναι συνειδητή. Για όσους γνώρισαν δύο πατρίδες, η ευλογία και η κατάρα απέχουν λίγο. Και όταν επιστρέφουν πίσω ξανά, για δεύτερη φορά, με τα όνειρα και τα φτερά καταρρακωμένα, είναι άλλοι άνθρωποι. Πιο απόμακροι, πιο σιωπηλοί. Δεν ξέρω αν είναι καλύτεροι ή χειρότεροι. Δεν μπορώ να ξέρω. Γιατί μέχρι σήμερα έφυγα μόνον μια φορά. Και προτιμώ ακόμα, το ποιητικό όνειρο του Οδυσσέα.

Sunday, December 12, 2010

Εργασιακά

Προσπαθώ εξ αποστάσεως να κατανοήσω ποιά είναι η έννοια μιας συλλογικής εργασιακής σύμβασης οταν δεν πρόκειται να τηρηθεί ποτέ. Μιας σύμβασης που καλώς ή κακώς, η Αγορά δεν την "τραβάει". Και ποιά είναι η πρακτική της εφαρμογή όταν η ανεργία είναι 50% (τόσο είναι στην επαρχία), όταν οι εργοδότες υπογράφουν μέν τις συμβάσεις αλλά δεν πληρώνουν τους εργάτες, όταν παρά τους νόμους και τα επίσημα κεκτημένα, υπάρχουν ουρές ανθρώπων που εξ ανάγκης θα δουλέψουν για όποιοδήποτε ποσό, αρκεί να ταίσουν τα παιδιά τους.

Σε κάθε χώρα του κόσμου, οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα ειναι το μόνο βαρόμετρο που καθορίζει και σκιαγραφεί την παραγωγική εικόνα της χώρας. Το πόσο αξίζει η Εργασία σε μια κοινωνία. Και δεν γνωρίζω καμμία κοινωνία στην οποία κάποια θεσμοθετημένη εργασιακή σύμβαση να καθόρισε ποτέ τις αληθινές τιμές της Εργασίας. Η Αγορά της καθορίζει. Γι αυτό και πάντα οι ιδιωτικοί μισθοί είναι υψηλότεροι των δημοσίων, εκτός βέβαια της Ελλάδος, όπου υπάρχει η περίφημη "ιδιαιτερότητα" να παίρνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι πιο πολλά απο τους ιδιωτικούς, και οι ΔΕΚΟ πιο πολλά απ' όλους.

Διότι κοντολογίς, ή παράγεις κάτι και έχεις δουλειές, ή δεν παράγεις τίποτα και δεν έχεις. Και στην Ελλάδα, η μεν ιδιωτική αγορά παράγει ελάχιστα πράγματα, το δε δημόσιο και οι ΔΕΚΟ δεν παράγουν τίποτα. Δεν μπορείς να δίνεις 1.500 ευρω το μήνα σε κάποιο μηχανικό στον ιδιωτικό τομέα, και στον ίδιο άνθρωπο 4.000 σε ΔΕΚΟ. Ούτε μπορείς να διατηρείς με το ζόρι θέσεις εργασίας χωρίς να χρειάζονται, απλά γιατί έτσι γουστάρει ο Κρατισμός (οπως οι συμβασιούχοι). Στα χαρτιά μπορεί να είσαι όσο σοσιαλιστής γουστάρεις, αλλά στην αληθινή ζωή πρέπει να παράγεις κάτι αληθινό. Aς φύγει το κράτος απο την αγορά εργασίας, και τότε θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκκος.

Δεν επανέρχεται η Ελλάδα στον εργασιακό Μεσαίωνα, όπως λέγεται. Απλά επανέρχεται εκεί που ανήκει. Στις χαμηλόμισθες κοινωνίες. Γιατί δεν παράγει τίποτα. Γιατί οι μεγάλοι μισθοί που τώρα αποκαλύπτονται, οφείλονταν σε ωμό κρατικό παρεμβατισμό.Οσα μας λείπανε και δεν τα παράγαμε, τα πληρωνόμασταν με δανεικά. Επεμβαίνοντας βίαια και πλασματικά στην αγορά Εργασίας. Γίναμε έτσι Γερμανία σε μια νύχτα, χωρίς παραγωγή, χωρίς προιόντα. Ενα δισεκατομμύριο ευρώ ήταν το Χριστουγενιάτικο μπόνους στον ΟΣΕ. Και πληρωνότανε με δάνειο. Που εγγυόνταν το επίσημο ελληνικό κράτος.

Προσλήψεις και απολύσεις είναι ελεύθερες στον αναπτυγμένο κόσμο, και έτσι πρέπει να γίνουν και στην Ελλάδα. Και όλες οι συμβάσεις ατομικές. Αν αξίζεις το διαπραγματεύεσαι, το αποδεικνύεις, και πληρώνεσαι. Αν αν όχι στον πάγκο. Λυπάμαι αν αυτό το πόστ δεν καλύπτει ιδεολογικά και πρακτικά τον σοσιαλίζοντα πληθυσμό μας. Δεν είχα προσωπικά ποτέ την πολυτέλεια μιας συνδικαλιστικής εργασιακής προστασίας, μιας δημόσιας παιδείας οπου όλα ήταν πληρωμένα, ή μιας κλαδικής εργασιακής σύμβασης που καθόριζε εξ αρχής την αξία μου. Μεγάλωσα και βίωσα τον κόσμο με τις ωμές του αλήθειες, δουλεύοντας και σπουδάζοντας, πακετάροντας και παρουσιάζοντας τις όποιες εργασιακές ικανότητες είχα στην ελεύθερη αγορά, άλλοτε χάνοντας, και άλλοτε κερδίζοντας δουλειές, όλη μου η ζωή ήταν και είναι μια ατομική σύμβαση με τον κόσμο. Κανείς ποτέ δεν μου έδωσε τίποτα. Kαι ετσι δεν καταννοώ κανένα άλλο μοντέλο εργασίας και συμπεριφοράς.

Είχαμε 30 χρόνια να αναπτύξουμε τη χώρα μας. Απο το 1980 μέχρι σήμερα καταναλώσαμε 130 δις ευρώ σε δωρεάν αναπτυξιακές επιχορηγήσεις. Τα παιδιά μας είχαν άπλετο χρόνο να αποκτήσουν ανταγωνίσιμα προσόντα. Λεφτά υπήρχαν. Αλλά ούτε επιχειρηματική νοοτροπία καλλιεργήσαμε, ούτε πανεπιστήμια φτιάξαμε, ούτε την ιδιωτική πρωτοβουλία βοηθήσαμε. Και φυσικά τα παιδιά μας δεν είναι δυνατόν να δουλέψουν στις λίγες επιχειρήσεις που απέμειναν (πολυεθνικές ελάχιστες), που χθές πετροβολούσαν. Τώρα είναι αργά.

Thursday, December 9, 2010

Μοντέλα σκέψης

Χρονιάρες μέρες πούναι, λίγο η επικαιρότητα, λίγο η νοσταλγία, θυμήθηκα μια περίπτωση απο τη γενέτειρα που κάποτε με άγγιξε πολύ προσωπικά, και θέλω σήμερα να σας την αφηγηθώ. Μια ιστορία που θυμάμαι έντονα. Με αληθινούς πρωταγωνιστές που αγαπούσα τότε, και αγαπώ ακόμα (και των οποίων την ταυτότητα και προσωπικά στοιχεία θα προστατεύω για πάντα). Μια ιστορία λάθους που πληρώθηκε ακριβά.

Είχαμε λοιπόν στη γειτονιά μου μια οικογένεια που κάναμε πολύ παρέα, τα παιδιά της οποίας θεωρώ σχεδόν αδέλφια μου, γιατί μαζί μεγαλώσαμε και παίξαμε στη γειτονιά. Ο κυρ Νίκος και η κυρία Αγγελική. Καλοί άνθρωποι. Μόνον που ο κυρ Νίκος ήτανε κομμουνιστής. Και είχε ζήσει εξορίες, ρουφιανές, συγχωροχάρτια, καταγγελίες και πολλούς εργασιακούς κατατρεγμούς. Και επειδή τον κυνήγησαν στη γενέτειρα, δούλευε πιά μακριά απο το σπίτι του, στην Αθήνα, το μόνο μέρος οπου έβρισκε δουλειά. Πάντα κυνηγημένος και φευγάτος. Η κυρία Αγγελική κρατούσε τα παιδιά στην επαρχία.

Μια μέρα του Δεκέμβρη (του 1980), η αστυνομία ήρθε ξαφνικά στο σπίτι του ουρλιάζοντας και χειρονομώντας μέσα στη νύχτα. Φοβήθηκε η κυρ Αγγελική πολύ, και σαν άνοιξε, μπήκαν μέσα σαν αγρίμια και την κάθησαν σχεδόν με το ζόρι σε κάποιο καναπέ του σπιτιού της. Εψαχναν τον γιό της.

"O Αλκης ειναι στο στρατό κύριε", αποκρίθηκε εκείνη, τί ζητάτε, τί έγινε, προς θεού πείτε μου, τί συνέβη στο παιδί μου, ρώταγε η φτωχή γυναίκα και απο κακιά διαίσθηση τράβαγε τους αστυνομικούς απο τη στολή, ενώ εκείνοι της φώναζαν να ηρεμήσει και να σκάσει. "Ο γιός σας δεν είναι στο στρατό κυρία μου", απάντησε ένας, "είναι έξω, με άδεια". Και στη συνέχεια μπήκαν στο δωμάτιο του νεαρού φίλου μου και άρχισαν να το ψάχνουν.

Δέν άφησαν τίποτα όρθιο σε όλο το σπίτι. Τέσσερα άτομα γύρισαν γραφεία, κρεβάτια και έπιπλα ανάποδα, άδειασαν βιβλιοθήκες, φυλλομέτρησαν ένα ένα τα βιβλία, άδειασαν τις ντουλάπες με τα ρούχα και τα εργαλεία. Εκείνη κάθονταν τρομοκρατημένη σε κάποια γωνία καθώς η έρευνα συνεχιζόνταν με μανία, χωρίς κανείς να απαντάει στις ερωτήσεις της, χωρίς κανείς να ακούει τις παρακλήσεις. Μόνον κάποια στιγμή, ήρθε ένας με ενα βιβλίο στο χέρι, και άρχισε να το κουνάει με μανία στο πρόσωπό της. "Ορίστε κυρία μου, ορίστε", μονολόγαγε. "Ορίστε και τα εγχειρίδια. Το Κεφάλαιο του Μάρξ".

Την τραβολόγησαν νυχτιάτικα στο τμήμα, εκεί τουλάχιστον ο αστυνόμος ήταν ήρεμος και προσεκτικός. Της πρόσφερε νερό για να την ηρεμήσει, και ανοίγοντας τους φακέλους που ήταν πάνω στο γραφείο του, με ύφος ψυχρό και υπηρεσιακό, της ανακοίνωσε πως ο γιός της ηταν γνωστός στο σύστημα ως ενεργός πολιτικός προβοκάτορας και τρομοκράτης, πως οι παρέες του ήταν θρασείς και βίαιοι αντιεξουσιαστές, και πως την προηγούμενη νύχτα, μαζί με άλλους φυσικά, είχε κάψει το Μινιόν και τον Κατράντζο, δύο απο τα μεγαλύτερα πολυκαταστήματα των Αθηνών. Για το λόγο αυτό η αστυνομία τον καταζητούσε. Για το λόγο αυτό είχε πάρει άδεια εξόδου απο το στρατό. O φίλος και γείτονας Αλκης ήταν ενας "σκληρός και αδίστακτος Μαοϊστής", που είχε σκοπό να γκρεμίσει το σύστημα με την ωμή βία.

Τον Αλκη τον μπουζούριασαν λίγες ώρες αργότερα σε κάποια στέκι στην Αθήνα. Για ενεργή τρομοκρατία και τον εμπρησμό των μαγαζιών. Τον ανέκριναν ξενυχτώντας τον με βάρδιες, κάνοντάς του επίμονες ερωτήσεις για γιάφκες και όπλα, για ονόματα, διευθύνσεις και περιγραφές. Τον χτύπησαν πολύ, κατα τα λεγόμενα, τον απείλησαν ακομα περισσότερο, έκαναν αναφορές και στον πατέρα του. Αλλά όπως ξαφνικά τον έπιασαν και τον ανέκριναν, το ίδιο ξαφνικά τον έβγαλαν στο δρόμο το πρωί και τον άφησαν να φύγει, με τους μώλωπες καυτούς στο σώμα και τις απειλές φρέσκες στο μυαλό. Δεν είχαν στοιχεία που θα μπορούσαν να σταθούν στο δικαστήριο. Θα σε παρακολουθάμε αληταρά, τον προειδοποίησαν.

Τα νέα συντάραξαν τότε το πανελλήνιο. Ο Αντρέας Παπανδρέου ωρύονταν στη Βουλή για παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία που έκαιγαν την Ελλάδα εν μέσω εορταστικής περιόδου και γαλήνης, ενώ ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης υποσχόνταν την παραδειγματική τιμωρία των τρομοκρατών. Τουλάχιστον δύο οργανώσεις ήταν τότε ενεργές και καταζητούνταν. Η 17Ν και ο ΕΛΑ. Την ευθύνη για τις πυρκαγιές ανέλαβε λίγες μέρες αργότερα η "Επαναστατική οργάνωση Οκτώβρης 80". Ο Μαοϊκός φίλος Αλκης είχε γλυτώσει παρα τρίχα.

Ο Αλκης τρομοκρατήθηκε. Ναί, είχε παρέες μαοϊκές, τέτοιες ήταν οι παρέες τότε, τέτοιες και οι εποχές. Μα ζημιά δεν είχε κάνει. Ακολούθησαν αργότερα και άλλοι εμπρησμοί (Kλαουδάτος, Ατενέ, Δραγώνας, Λαμπρόπουλος στον Πειραιά), βάζοντας την ταφόπλακα στο τότε ελληνικό λιανεμπόριο. Οι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ. Υπο το καθεστώς του φόβου και της εκδίκησης, ο Αλκης φοβήθηκε να γυρίσει στο στρατόπεδο, παράτησε φοβισμένος τη θητεία του, λιποτάχτησε, και κρύφτηκε κάπου για καιρό, μέχρι που ωρίμασε μέσα του η ιδέα να ζήσει παράνομος. Είχε δεί πολλά απο τον πατέρα του και φοβόνταν.

Και χάθηκε έτσι για χρόνια. Εζησε σε κάμποσες πόλεις, σε νησιά και μικρά χωριά της περιφέρειας, ξανάρθε παράνομα κάποτε και στην Αθήνα. Και μόνον πολλά χρόνια αργότερα, (με τη βοήθεια κάποιου δικηγόρου που του έδωσε το ΚΚΕ), ξαναζήτησε πίσω τη ζωή του, τή νομιμη παρουσία του ως έλληνα πολίτη, την ίση ύπαρξή του ανάμεσα στους άλλους έλληνες. Δέχτηκε να πληρώσει για την λιποταξία του, να κάνει φυλακή, να προσφέρει στην πατρίδα. Οι νόμοι είχαν κάπως ηρεμήσει, οι Μαοϊστές δεν ήταν πιά της μόδας, οι καιροί είχαν αλλάξει, νέοι τρομοκράτες είχαν πια εμφανιστεί. Κάποια μέρα στα δικαστήρια, του έδωσαν πίσω τη ζωή του.

Τον παλιό μου φίλο και γείτονα Αλκη ξανασυνάντησα ξανά το καλοκαίρι, ήπιαμε, φάγαμε και μιλήσαμε για τα παλιά. Ηταν τώρα ενας μεσήλικας χωρίς μαλλιά, με οικογένεια και παιδιά, μια γυναίκα που γνώρισε στην παρανομία, ευτυχισμένος όμως, έχοντας αφήσει πίσω του εναν εφιάλτη.

"Και πώς έμπλεξες εσύ με τους Μαοϊστές ρέ Αλκη;" τον ρώτησα απο ενδιαφέρον.
"Δεν ξέρω φίλε" αποκρίθηκε εκείνος σηκώνοντας τους ώμους. "Ετσι ήταν η εποχή. Μοντέλα σκέψης ψάχναμε. Και αντίδρασης. Τις πιο πολλές φορές άκακα και θεωρητικά. Αυτά υπήρχαν τότε γύρω μας, απο εκεί ψωνίζαμε".

Και καθώς τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με τα ούζα, με κοίταξε πάλι, τούτη τη φορά χαριτωλογώντας, και μου πέταξε και την αριστερή ατάκα του. "Και κείνο το βιβλίο που βρήκανε στο σπίτι, το Κεφάλαιο του Μάρξ, που λέγαμε, δεν το επιστρέψανε ποτέ, το ξέρεις; Το διαβάζανε στη ζούλα, οι κουφάλες..."

Monday, December 6, 2010

Ave Maria

Με περίμενε όπως είχαμε συμφωνήσει. Είχε σηκωθεί νωρίς, έστρωσε με επιμέλεια το δωμάτιό της, καθάρισε τον χώρο για να την ικανοποιεί, κίνησε κατόπιν για την κουζίνα. Με δυσκολία και πόνο κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού, κρατημένη απο όπου μπορούσε, σχεδόν σβαρνώντας το κορμί της. Μα όταν εγώ φάνηκα στην πόρτα, ο καφές ήταν αχνιστός και εκείνη ντυμένη στα λευκά, με το καπελίνο της, τις σιδερωμένες πιέτες, τα καλά της παπούτσια και την ομπρέλα της. Κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ αν πονούσε, αν υπέφερε, αν άντεχε. Στην ιρλανδική της περηφάνεια αυτό ήτανε ντροπή. Σημασία έχει να στέκεσαι όρθιος.

Τούτο το περίεργο πλάσμα είναι η πεθερά μου. Σκληρό καρύδι του παλιού κόσμου, με νόρμες συμπεριφοράς ιρλανδικές, πολλά παιδιά, φαγητό άστα να πάνε, καθαριότητα, πειθαρχία και σκληρή δουλειά. Και υπακοή στο Θεό. Εκείνον που καθόριζε τις τύχες μας απο γεννησημιού μας μέχρι την έσχατη ώρα της κλήσης. Που γι αυτήν δεν θ'αργούσε. Ο κύκλος είχε τελειώσει, και το ήξερε. Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε επισκεφτεί και το νοσοκομείο. Ο γιατρός ήταν ευγενικός, και λίγο άβολα αλλα με σαφήνεια, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του και την εκφραστική του, μας πληροφόρησε πως ο καρκίνος ήταν κάπου ανάμεσα στο συκώτι και το πάγκρεας, περίπτωση μερικών μηνών. Εκείνη μας περίμενε έξω, στο διάδρομο. Κρατήσαμε τις οδηγίες του γιατρού. Οσο καιρός ακόμα απομένει, να την προσέχουμε και να ξεκουράζεται. Εκείνη δεν μας ρώτησε τίποτα για την επίσκεψη στο γιατρό. Ποτέ της δεν ρωτούσε κάτι που διαισθανόταν. Με κράτησε μονάχα απο το χέρι, και έκανε τους υπολογισμούς της. Στερνά Χριστούγεννα.

Είχα καθήσει μαζί της πάμπολλες φορές, και της μιλούσα. Γεννήθηκε και βίωσε τη Βιομηχανική Αμερική, θυμόνταν ακόμα τους παλιούς αργαλιούς και τις γυναίκες που δούλευαν εκεί ατέλειωτες ώρες. Και όταν της είπα πως η πόλη της, το Lowell, ήταν μια πόλη που με ενέπνεε να γράψω ενα βιβλίο για τους παλιούς άρχοντες και τη ζωή στις κλωστουφαντουργίες, με κοίταξε με απορία. Δεν το περίμενε. Βλέπεις, κανείς απο τα παιδιά της δεν ένοιωθε κάτι παρόμοιο. Είχαν όλα φύγει, και τα 10, αφήνοντας πίσω τους την παρακμή, τα ερειπωμένα εργοστάσια με τα σβηστά φουγάρα, τους σκουριασμένους αργαλιούς και τα χρεωκοπημένα μαγαζάκια του κέντρου.

Θυμόνταν ακόμα τους βερεσέδες που έγραφαν στα μεγάλα μαγαζιά, όταν ακόμα υπήρχαν ιδιοκτήτες που ντύνονταν με το κουστούμι και περίμεναν στην πόρτα. Πρίν οι μεγάλες εταιρίες κατεδαφίσουν τα πάντα και τα μετατρέψουν σε άχρωμα και απρόσωπα malls. Θυμόνταν ακόμα το πρώτο αυτοκίνητο της οικογένειας, μόνον που δεν χωράγαν όλοι, είπε και γέλασε, και οι μισοί πηγαίναν ακόμα με το λεωφορείο. Το μαγαζί που έφτιαχνε παγωτό στη γειτονιά, τον γαλατά που πέρναγε απο το σπίτι, τον ράφτη απο την Ιταλία που ήταν ο πρώτος στη γειτονιά της, και έραβε όλα τα παιδιά. Τα θυμόνταν όλα. Πρίν η Αμερική αλλάξει.

Κάπου εδώ στη σκάλα του σπιτιού της, θυμάται, ήρθε κι ο παπάς. Οταν τον είδε πάγωσε. Κρατήθηκε ζαλισμένη απο το τραπεζάκι, πήρε μια βαθιά ανάσα, όση ιρλανδική υπερηφάνεια είχε τη μάζεψε κι αυτή, και πήγε να τον αντικρύσει. Εσυρε κατόπιν σοβαρή τον εαυτό της στο δωμάτιο, έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Θεό της, κι έκλαψε σαν μωρό παιδί. Το παιδί της είχε σκοτωθεί στο Βιετνάμ.

Μα ο Θεός ήθελε κι άλλους μούπε, την αδελφή της που αυτοκτόνησε απο κατάθλιψη σε κάποιο μοναστήρι, κανείς δεν ήξερε γιατί ήθελε να απομονωθεί, δεν υπήρχαν τότε ούτε φάρμακα, ούτε θεραπείες, ούτε γνώσεις. Μα κι όταν αυτά ήρθαν, σε τίποτα δεν βοήθησαν τα έρμα, μέρα χρονιάρα που τιμούσαν τους ήρωες του πολέμου, Veteran Day, γύρισε απο την εκκλησία με τον αδελφό της που είχε κάνει χρόνια στο μακελειό της Ευρώπης, και εκείνος αφού ήπιε καφέ και την αγκάλιασε, έφυγε κατόπιν και κείνος για πάντα, απο δικό του χέρι, φορώντας τη στρατιωτική στολή του πολέμου. Τί να κουβαλούσε και κείνος ο φτωχός στο κεφάλι του.

Οδηγήσαμε κατόπιν στο κέντρο της πόλης. Στην εκκλησία της. Τον Αγιο Ιωσήφ τον Εργάτη, προστάτη των φτωχών της πόλης. Αχ και νάξερες, μου είπε, πόσα φαγητά, ρούχα και δώρα έχει μοιράσει τούτη εδώ η εκκλησία στον κόσμο. Και όχι μόνον αμερικανούς. Κοίτα γύρω σου τη γειτονιά. Βιετναμέζοι και Καμποτζιανοί πούρθαν κι αυτοί μετά τον πόλεμο της Ινδοκίνας. Χιλιάδες κι αυτοί, χιλιάδες και οι επόμενοι. Οι πορτορικάνοι, οι δομινικανοί, οι κάθε λογής φτωχολογιά. Η Λειτουργία, με πληροφόρησε, γίνεται και στα ισπανικά.

Και έτσι καθήσαμε και μείς στα όμορφα στασίδια της εκκλησίας, συνοδεία με το βιβλίο της Γραφής, μα και το πρόγραμμα της ημέρας που μοιραζόνταν ξεχωριστά. Στον όμορφο ναό που απέξω έμοιαζε μπαρουτοκαπνισμένος στα μαυροκόκκινα τούβλα που τάτρωγε σταδιακά η πράσινη υγρή μούχλα, αλλά μέσα ήταν ολοκαίνουργος, καθαρός και περιποιημένος.

Στη ζωή των ευσεβών Καθολικών, και της πεθεράς μου, που ζούσε πιά σε έναν κόσμο που δεν καταλάβαινε και ούτε πια την ενδιέφερε να μάθει, οι τελευταίες ώρες ήταν πολύτιμες. Ηθελε να προσευχηθεί στο σκληρό και απρόσωπο Θεό της, να αφήσει πίσω την ευχή της πριν φύγει. Καθώς η μαγική μουσική άρχισε, μου έσφιξε ευγενικά το χέρι. "Να προσέχεις τα παιδιά", ψιθύρισε σιωπηλά. Και απορροφήθηκε κατόπιν, σοβαρή, στο θαύμα της Θείας Λειτουργίας...



Ave Maria
Gratia plena
Dominus tecum
Benedicta tu in mulieribus
Et benedictus fructus ventris
Tui, Jesus
Sancta Maria
Mater Dei
Ora pro nobis peccatoribus
Nunc et in hora mortis nostrae
Amen.

Hail Mary,
full of grace,
the Lord is with thee;
blessed art thou among women,
and blessed is the fruit of thy womb,
Jesus.
Holy Mary,
Mother of God,
pray for us sinners,
now and at the hour of our death.
Amen.

Friday, December 3, 2010

Μετατάξεις

Φτάνω στον γκισέ της τράπεζας, και δίνω στην υπάλληλο δύο χαρτονομίσματα των 100 ευρώ για εξαργύρωση. Εκείνη παίρνει τα χαρτονομίσματα στα χέρια της, τα παρατηρεί καλά, τα κοιτάει σε κάποιο φωτεινό φόντο για να δεί αν είναι αληθινά, τα αγγίζει, τα ξύνει, και τελικά μου απευθύνει την ερώτηση - "What country is this?"

"It's not a single country" εξηγώ. "It's the European Union". Ακολουθεί μια περίοδος σιωπής, η υπάλληλος παραμένει χαμογελαστή και ψύχραιμη, καθώς ψάχνει στο κομπιούτερ της κάποια πληροφορία. "It's not listed here",ανακοινώνει. "I have all countries and currencies, but this one's missing." Χαμογελάω και εγώ με την σειρά μου. Πέσαμε σε τραπεζικό ύφαλο.

Η νεαρή υπάλληλος συνεχίζει όμως ψύχραιμη το έργο της, αυτή τη φορά ανοίγοντας εναν τεράστιο κατάλογο. Βλέπω εκεί όλες τις χώρες πάλι, σημαίες, πληροφορίες, επεξηγήσεις. Φτάνει στο γράμμα Ε, ψάχνει καλά και υπομονετικά, ξαναχαμογελάει και ανακοινώνει εκ νέου. "Sorry but it's not listed here either".

Nεα σιωπή, νέα χαμόγελα. Τούτη τη φορά σηκώνει το τηλέφωνο και ζητάει κάποιον μάνατζερ. Εμφανίζεται ενας τύπος με γκρί κουστούμι και μια κόκκινη χριστουγεννιάτικη γραβάτα με αη Βασίληδες, έλκηθρα και χιονισμένα τοπία. Πέφτουν μαζί στη δουλειά. Ψάχνουμε την "European Union".

Και τελικά την βρήκαμε! Διακριτικά και επαγγελματικά, ο μάνατζερ εξηγεί τώρα στην υπάλληλο. "It's actually listed under "Euro". Happens quiet often. So next time you know..."

------------------------------
Αληθινή ιστορία που μου ήρθε στο μυαλό με αφορμή τις μετατάξεις. Εδώ κι αν θα γίνει της πουτάνας...

Extra bonus Τσαλιγοπούλου. Παραγγελιά. Καλό Σ/Κ.

Thursday, December 2, 2010

Ελεύθερη σκέψη

Το μιντιακό σύστημα που γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με την ιδιωτικοποίηση της τηλεόρασης και σε συνδιασμό με τα ευρωπαϊκά κονδύλια των δημοσίων έργων, γέννησε απίθανους νονούς και τηλεστάρ.

Αυτό το ξέρουν όλοι οι Ελληνες. Η περίπτωση του κάθε Τράγκα που διατηρούσε εφημερίδα με πωλήσεις 1000 φύλλων την ημέρα αλλά κρατικές επιχορηγήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ειναι επίσης πασίγνωστη στο πανελλήνιο. Και όπως όλα στην πατρίδα μας καταρρέουν πλέον υπο το βάρος της ανομίας και της κλεπτοκρατίας, σειρά έχουν τώρα και τα ΜΜΕ με τα έντυπά τους και τα παπαγαλάκια τους.

Το αν ο Ψυχάρης, o Mπόμπολας και λοιποί είναι νταβατζήδες που πλούτισαν με τους πολιτικούς, είναι ενα θέμα που έχει να κάνει με την απόκτηση ισχύος και εξουσίας. Και αν δεν μας αρέσει μπορούμε να κάνουμε μια επανάσταση κατά των νταβατζήδων. Να πάρουμε τα όπλα, να τους κάψουμε τις επιχειρήσεις και τα σπίτια. Να τους κρεμάσουμε στο δρόμο όπως στη Γαλλική Επανάσταση. Να τους διαπομπεύσουμε. Αυτό ειναι μια θέση που καταννοώ. Αλλά το να προσπαθούμε να διατηρήσουμε την καθε Απογευματινή που πεθαίνει, την κάθε φυλλάδα που ούτε πελάτες έχει, ούτε διαφημιστές, ούτε τίποτα να την χρηματοδοτήσει, και που κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει, είναι κάτι διαφορετικό. Και κάτι που προσωπικά δεν καταννοώ.

Εμένα μου αρέσει η Καθημερινή και το Κυριακάτικο Βήμα. Για καιρό πλήρωνα πάνω απο 20 δολλάρια την εβδομάδα, για να μου έρχονται απο την Ελλάδα τυπωμένες οι δύο αυτές κυριακάτικες. Βίτσιο μου και το πλήρωνα. Και κανείς δεν μπορεί να με κάνει να αγοράσω με το ζόρι την Ελευθεροτυπία, το Εθνος, την Εσπρέσσο, το Πρώτο Θέμα. Δεν τα γουστάρω. Μετά ήρθε το διαδίκτυο και οι ορίζοντες μεγάλωσαν. Διαβάζω κάμποσα μπλόγκς που γράφουν με μεράκι, και κάμποσες ηλεκτρονικές εφημερίδες δωρεάν. Διαβάζω μάλιστα για πρώτη φορά στη ζωή μου (περιστασιακά),και τον Ριζοσπάστη, μια εφημερίδα που δεν θα αγόραζα ποτέ μου. Και μόλις πλήρωσα 100 δολλάρια για την ετήσια συνδρομή του Economist, ενα περιοδικό που θεωρώ εξαιρετικό, το μόνο που έχει αυξήσει τις έντυπες πωλήσεις του ανα τον κόσμο. Αυτή η ενήμέρωση εμένα μου αρκεί. Μαζί με κάποια άλλα επιλεγμένα περιοδικά και βιβλία απο τα ράφια βιβλιοπωλείων.

Οι καλοί δημοσιογράφοι θα βγούν στο ίντερνετ, θα γράψουν βιβλία, θα μελετήσουν θέματα, θα απλώσουν φτερά. Θα κάνουν ταξίδια, φωτογραφήσεις, θα καταπιαστούν και με θέματα πέραν της μικροπολιτικής, θα γνωρίσουν την κοινωνία καλύτερα. Εχω διαβάσει υπέροχα βιβλία γραμμένα απο ανθρώπους με μεράκι και πολύ προσωπικό ενδιαφέρον. Που κανείς δεν τους πλήρωσε να γράψουν την Ιστορία της Θεσσαλονίκης, του Εμφυλίου, του Ρεμπέτικου, της Βοσνίας, της οικονομικής κρίσης. Που γράφουν λογοτεχνία παρότι είναι δημοσιογράφοι. Που ολοκληρώνουν κοινωνιολογικές και οικονομικές μελέτες παρότι είναι οδοντίατροι, γιατροί, μηχανικοί, απλοί άνθρωποι.

Το πρόβλημα με το μεγαλύτερο ποσοστό των λεγόμενων ελλήνων δημοσιογράφων ειναι πως δεν έχουν κανένα πνευματικό ενδιαφέρον πέραν του μικρόκοσμου της ελληνικής πολιτικής και του κους κούς που συνήθως ζητούνται να καλύψουν. Και επιζητούν να γίνουν κάποιο είδος δημόσιου υπάλληλου μιας εφημερίδας που δεν έχει τίποτα να πεί και τίποτα να δώσει. Ανθρωποι γαλουχημένοι στον ιδεολογικό προστατευτισμό του ελληνικού κρατισμού που ισοπέδωσε κάθε ανθρώπινη φιλοδοξία και μεράκι στο βωμό μιας μικρής και αραχτής δουλίτσας σε κάποια εφημεριδούλα που πουλάει διανόηση και ψευτοκουλτούρα στους πολιτικά προσκείμενους στο κομματικό μαντρί. Ανθρωποι που ποτέ τους δεν έκαναν μια έρευνα για οτιδήποτε, δεν επέλεξαν να ασχοληθούν με τίποτα πέραν του κλειστού ιδεολογικού και μιντιακού τους ορίζοντα, υπάλληλοι ενός συστήματος που είναι πια νεκρό.

Με ελάχιστα χρήματα βγαίνει κανείς πια στο διαδίκτυο και ρισκάρει αυτό που νομίζει πως μπορεί να δώσει. Τα θέματα είναι χιλιάδες, ο κόσμος ανοιχτός. Αρκεί να υπάρχει ενδιαφέρον και όρεξη. Την εποχή των τεράστιων πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, την εποχή του Μνημονίου και των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων, μόνον η προσωπική ικανότητα συλλογής, σύνθεσης και παρουσίασης πληροφοριών ειναι το όριο που καθορίζει τη δημοσιογραφία του μέλλοντος. Την αληθινή ελεύθερη δημοσιογραφία. Που δεν έχει κανέναν νταβατζή να την περιορίσει. Και που απολύσεις και προσλήψεις ειναι ελεύθερες. Οπως και η αξιοπιστία.

Wednesday, December 1, 2010

Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες

Την προσωπική μου άποψη πως απο την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών μοιάζουν σε λειτουργία με ελληνικές...ΔΕΚΟ, την έχω τεκμηριώσει και παλιότερα. Οι υπηρεσίες τους περιορίζονται σε μερικές χολυγουντιανές ταινίες, περιστασιακή τρομολαγνεία και κατασκευή εχθρών. Αρκούν αυτά για να συντηρήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες που κάθε χρόνο μεγαλώνουν και εγκρίνονται απο το Κογκρέσο.

Κατα τα άλλα, καφεδάκι, job security και άγιος ο θεός. Δεν θα μου έκανε καθόλου έκπληξη αν μάθαινα μια μέρα πως η οικογένεια Μπίν Λάντεν έχει μετακομίσει στην Ουάσινγκτον! Η ανικανότητα (και ηλιθιότητα) είναι τώρα πασιφανείς. Ο κ. Julian Assange είναι γνωστός απο χρόνια, και κοντεύει να αδειάσει όλα τα hard drives του Πενταγώνου. Οσο για τους Ταλιμπάν, υπάρχει και ...o μπακάλης.