Monday, December 6, 2010

Ave Maria

Με περίμενε όπως είχαμε συμφωνήσει. Είχε σηκωθεί νωρίς, έστρωσε με επιμέλεια το δωμάτιό της, καθάρισε τον χώρο για να την ικανοποιεί, κίνησε κατόπιν για την κουζίνα. Με δυσκολία και πόνο κατέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού, κρατημένη απο όπου μπορούσε, σχεδόν σβαρνώντας το κορμί της. Μα όταν εγώ φάνηκα στην πόρτα, ο καφές ήταν αχνιστός και εκείνη ντυμένη στα λευκά, με το καπελίνο της, τις σιδερωμένες πιέτες, τα καλά της παπούτσια και την ομπρέλα της. Κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ αν πονούσε, αν υπέφερε, αν άντεχε. Στην ιρλανδική της περηφάνεια αυτό ήτανε ντροπή. Σημασία έχει να στέκεσαι όρθιος.

Τούτο το περίεργο πλάσμα είναι η πεθερά μου. Σκληρό καρύδι του παλιού κόσμου, με νόρμες συμπεριφοράς ιρλανδικές, πολλά παιδιά, φαγητό άστα να πάνε, καθαριότητα, πειθαρχία και σκληρή δουλειά. Και υπακοή στο Θεό. Εκείνον που καθόριζε τις τύχες μας απο γεννησημιού μας μέχρι την έσχατη ώρα της κλήσης. Που γι αυτήν δεν θ'αργούσε. Ο κύκλος είχε τελειώσει, και το ήξερε. Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε επισκεφτεί και το νοσοκομείο. Ο γιατρός ήταν ευγενικός, και λίγο άβολα αλλα με σαφήνεια, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του και την εκφραστική του, μας πληροφόρησε πως ο καρκίνος ήταν κάπου ανάμεσα στο συκώτι και το πάγκρεας, περίπτωση μερικών μηνών. Εκείνη μας περίμενε έξω, στο διάδρομο. Κρατήσαμε τις οδηγίες του γιατρού. Οσο καιρός ακόμα απομένει, να την προσέχουμε και να ξεκουράζεται. Εκείνη δεν μας ρώτησε τίποτα για την επίσκεψη στο γιατρό. Ποτέ της δεν ρωτούσε κάτι που διαισθανόταν. Με κράτησε μονάχα απο το χέρι, και έκανε τους υπολογισμούς της. Στερνά Χριστούγεννα.

Είχα καθήσει μαζί της πάμπολλες φορές, και της μιλούσα. Γεννήθηκε και βίωσε τη Βιομηχανική Αμερική, θυμόνταν ακόμα τους παλιούς αργαλιούς και τις γυναίκες που δούλευαν εκεί ατέλειωτες ώρες. Και όταν της είπα πως η πόλη της, το Lowell, ήταν μια πόλη που με ενέπνεε να γράψω ενα βιβλίο για τους παλιούς άρχοντες και τη ζωή στις κλωστουφαντουργίες, με κοίταξε με απορία. Δεν το περίμενε. Βλέπεις, κανείς απο τα παιδιά της δεν ένοιωθε κάτι παρόμοιο. Είχαν όλα φύγει, και τα 10, αφήνοντας πίσω τους την παρακμή, τα ερειπωμένα εργοστάσια με τα σβηστά φουγάρα, τους σκουριασμένους αργαλιούς και τα χρεωκοπημένα μαγαζάκια του κέντρου.

Θυμόνταν ακόμα τους βερεσέδες που έγραφαν στα μεγάλα μαγαζιά, όταν ακόμα υπήρχαν ιδιοκτήτες που ντύνονταν με το κουστούμι και περίμεναν στην πόρτα. Πρίν οι μεγάλες εταιρίες κατεδαφίσουν τα πάντα και τα μετατρέψουν σε άχρωμα και απρόσωπα malls. Θυμόνταν ακόμα το πρώτο αυτοκίνητο της οικογένειας, μόνον που δεν χωράγαν όλοι, είπε και γέλασε, και οι μισοί πηγαίναν ακόμα με το λεωφορείο. Το μαγαζί που έφτιαχνε παγωτό στη γειτονιά, τον γαλατά που πέρναγε απο το σπίτι, τον ράφτη απο την Ιταλία που ήταν ο πρώτος στη γειτονιά της, και έραβε όλα τα παιδιά. Τα θυμόνταν όλα. Πρίν η Αμερική αλλάξει.

Κάπου εδώ στη σκάλα του σπιτιού της, θυμάται, ήρθε κι ο παπάς. Οταν τον είδε πάγωσε. Κρατήθηκε ζαλισμένη απο το τραπεζάκι, πήρε μια βαθιά ανάσα, όση ιρλανδική υπερηφάνεια είχε τη μάζεψε κι αυτή, και πήγε να τον αντικρύσει. Εσυρε κατόπιν σοβαρή τον εαυτό της στο δωμάτιο, έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Θεό της, κι έκλαψε σαν μωρό παιδί. Το παιδί της είχε σκοτωθεί στο Βιετνάμ.

Μα ο Θεός ήθελε κι άλλους μούπε, την αδελφή της που αυτοκτόνησε απο κατάθλιψη σε κάποιο μοναστήρι, κανείς δεν ήξερε γιατί ήθελε να απομονωθεί, δεν υπήρχαν τότε ούτε φάρμακα, ούτε θεραπείες, ούτε γνώσεις. Μα κι όταν αυτά ήρθαν, σε τίποτα δεν βοήθησαν τα έρμα, μέρα χρονιάρα που τιμούσαν τους ήρωες του πολέμου, Veteran Day, γύρισε απο την εκκλησία με τον αδελφό της που είχε κάνει χρόνια στο μακελειό της Ευρώπης, και εκείνος αφού ήπιε καφέ και την αγκάλιασε, έφυγε κατόπιν και κείνος για πάντα, απο δικό του χέρι, φορώντας τη στρατιωτική στολή του πολέμου. Τί να κουβαλούσε και κείνος ο φτωχός στο κεφάλι του.

Οδηγήσαμε κατόπιν στο κέντρο της πόλης. Στην εκκλησία της. Τον Αγιο Ιωσήφ τον Εργάτη, προστάτη των φτωχών της πόλης. Αχ και νάξερες, μου είπε, πόσα φαγητά, ρούχα και δώρα έχει μοιράσει τούτη εδώ η εκκλησία στον κόσμο. Και όχι μόνον αμερικανούς. Κοίτα γύρω σου τη γειτονιά. Βιετναμέζοι και Καμποτζιανοί πούρθαν κι αυτοί μετά τον πόλεμο της Ινδοκίνας. Χιλιάδες κι αυτοί, χιλιάδες και οι επόμενοι. Οι πορτορικάνοι, οι δομινικανοί, οι κάθε λογής φτωχολογιά. Η Λειτουργία, με πληροφόρησε, γίνεται και στα ισπανικά.

Και έτσι καθήσαμε και μείς στα όμορφα στασίδια της εκκλησίας, συνοδεία με το βιβλίο της Γραφής, μα και το πρόγραμμα της ημέρας που μοιραζόνταν ξεχωριστά. Στον όμορφο ναό που απέξω έμοιαζε μπαρουτοκαπνισμένος στα μαυροκόκκινα τούβλα που τάτρωγε σταδιακά η πράσινη υγρή μούχλα, αλλά μέσα ήταν ολοκαίνουργος, καθαρός και περιποιημένος.

Στη ζωή των ευσεβών Καθολικών, και της πεθεράς μου, που ζούσε πιά σε έναν κόσμο που δεν καταλάβαινε και ούτε πια την ενδιέφερε να μάθει, οι τελευταίες ώρες ήταν πολύτιμες. Ηθελε να προσευχηθεί στο σκληρό και απρόσωπο Θεό της, να αφήσει πίσω την ευχή της πριν φύγει. Καθώς η μαγική μουσική άρχισε, μου έσφιξε ευγενικά το χέρι. "Να προσέχεις τα παιδιά", ψιθύρισε σιωπηλά. Και απορροφήθηκε κατόπιν, σοβαρή, στο θαύμα της Θείας Λειτουργίας...



Ave Maria
Gratia plena
Dominus tecum
Benedicta tu in mulieribus
Et benedictus fructus ventris
Tui, Jesus
Sancta Maria
Mater Dei
Ora pro nobis peccatoribus
Nunc et in hora mortis nostrae
Amen.

Hail Mary,
full of grace,
the Lord is with thee;
blessed art thou among women,
and blessed is the fruit of thy womb,
Jesus.
Holy Mary,
Mother of God,
pray for us sinners,
now and at the hour of our death.
Amen.

12 comments:

  1. Locus, το πολυτιμότερο δώρο της ζωής στον άνθρωπο είναι το δώρο του να μπορεί κανείς να καταλαβαίνει την ζωή, όχι όπως την βλέπει ο ίδιος ή όπως επηρεάζει τον ίδιο, αλλά όπως αναπνέει μπροστά του, στα πνευμόνια και τις ψυχές των γύρω μας. Έχεις καλά μάτια, αγαπητέ φίλε, και μοιράζονται μαζί μας ένα κόσμο γεμάτο ζωή που δεν φοβάται τον θάνατο.

    ReplyDelete
  2. Locus μου,
    πολύ τρυφερό το ποστ σου, για μια τρυφερή, όπως κατάλαβα, πεθερά. Όταν λες "φαγητό άστα να πάνε" εννοείς καλό ή χάλια? Συνήθως τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούμε για το δεύτερο.

    ReplyDelete
  3. εκπληκτική γυναίκα, ταλαίπωρη ζωή, αξιοπρεπής έξοδος!

    πρέπει να την αγαπάς πολύ! και το αξίζει.

    την καλησπέρα μου.

    ReplyDelete
  4. Locus, σ' ευχαριστούμε που μοιράστηκες μαζί μας αυτή την εμπειρία από έναν άνθρωπο δικό σου και τα βάσανά του. Καθώς η δουλειά μου με φέρνει συχνά σε επαφή με καρκινοπαθείς και με τις οικογένειές τους, καταλαβαίνω τα συναισθήματα αυτά (όσο είναι δυνατόν) που τα βιώνουν κι άλλοι άνθρωποι, καθένας μέσα από τις δικές του εμπειρίες ζωής και την προσωπική του πίστη ("βοήθει μου τη απιστία" λέει ένας πονεμένος πατέρας στον Χριστό). Ευχόμαστε καλή δύναμη σε σένα και σε όλους τους δικούς σου.

    ReplyDelete
  5. Φίλε thinks σε ευχαριστώ. Το κατα δύναμιν. Μ'αρέσει να λογοτεχνώ λίγο τη ζωή, τις προθέσεις των ανθρώπων, το δράμα τους. Ακολουθώ συνειδητά μια παλιά συμβουλή του Τσέχωφ, την έχω γράψει και σε πόστ μου.

    Οταν τον ρώτησαν απο που εμπνέεται τις ιστορίες του (ο Τσέχωφ ήταν γιατρός με κάποια λογοτεχνική έφεση), εκείνος απάντησε "παρατηρήστε τους ανθρώπους". Η ομιλία τους, το ντύσιμό τους, τα μικρά πράγματα που τους απαρτίζουν δίνουν όλη την εικόνα. Απο εκεί βγαίνουν οι ιστορίες. Αν ξύσεις λίγο την εξωτερική εικόνα, αν ενδιαφερθείς, έχεις μια όμορφη ανθρώπινη ιστορία.

    Και να δηλώσω ευθάρσως - Προσωπικά, τρία πράγματα φοβάμαι πολύ. Τον Θάνατο, την Αρρώστια και τη Φτώχεια.

    ReplyDelete
  6. Meropi μου ευχαριστώ. Οταν λέω "αστα να πάνε", εννοώ ακριβώς αυτό. Φαγητο χωρίς γεύση, νερόβραστο. Καλή η πεθερά μου, αλλα απο φαγητό τίποτα...Ιρλανδικές καταστάσεις:)

    ReplyDelete
  7. Ria μου γειά σου. Ναί, ενας πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος που έφερε στον κόσμο 10 παιδιά, και έζησε μια ήσυχη και εργατική ζωή. Στις στερνές της ώρες τις κρατώ λίγο συντροφιά. Ηταν πάντα καλή και ανεκτική μαζί μου.

    ReplyDelete
  8. Φίλε Α. Παπαγιάννη ευχαριστώ για τις ευχές σου, σκιαγραφώ με σεβασμό έναν άνθρωπο που εκφράζει μια ολόκληρη εποχή, εναν ολόκληρο πολιτισμό. Είναι μέρος της μεταφύτευσης του ευρωπαικού πολιτισμού στην Αμερική, που έζησε πάνω στις αρχές της σκληρής και τίμιας εργασίας, συντηρητικά, με βάση την οικογένεια. Σήμερα όλα αυτά έχουν αλλάξει, άλλαξε και η Αμερική πολύ, άλλαξε και ο κόσμος.

    Η μεγάλη αυτοκρατορία υπήρξε κάποτε μια πολύ απλή χώρα, κάτι που βλέπει κανείς όταν επισκέπτεται παλιές και βιομηχανικές πόλεις μέσα απο τις οποίες και γιγαντώθηκε. Νάσαι καλά

    ReplyDelete
  9. Η κακή μαγειρική της πεθεράς είχε και τα καλά της , υποθέτω...

    Πχ Αν τα φαγητά της ήταν νόστιμα, ο κίνδυνος να μεγαλώσει χονδρά παιδιά με ότι αυτό συνεπάγεται, θα ήταν σαφώς μεγαλύτερος .......
    Άρα να την ευγνωμονείς και να την προσέχεις...;)

    ReplyDelete
  10. Συγκινητική και πολύ προσωπική αυτή η ανταπόκρισή σου φίλε μάκη. Οταν τα φώτα της ράμπας χαμηλώνουν και οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το αναπόφευκτο τέλος είναι πικρές οι στιγμές. Πικρές και για αυτόν που φεύγει και για αυτούς που έπαιξαν στο έργο της ζωής του. Ολοι ζήσαμε, ζούμε η θα ζήσουμε στο μέλλον σκηνές απο αυτό το έργο και κάποια στιγμή θα γίνουμε οι ίδιοι πρωταγωνιστές του τέλους. Καλή δύναμη σου εύχομαι και να δώσεις σε παρακαλώ ένα γλυκό φιλί σε αυτό "το σκληρό καρύδι του παλιού κόσμου" απο κάποιον άγνωστο στην άλλη άκρη της γης.

    Γέλα πουλί μου γέλα, είναι η ζωή μια τρέλα.

    ReplyDelete
  11. Αυτό που κερδίζουμε είναι πολλές φορές αυτό, το να βρισκόμαστε ανάμεσα σε καλούς ανθρώπους στο τέλος μας.
    Είναι τυχερή που σας έχει δίπλα της.

    ReplyDelete
  12. Φίλε glam, εκτός απο το οτι διατηρούνται όλοι στυλάκια, προετοιμάζονται επίσης στρατιωτικά για δύσκολες εποχές κρίσης, οπου η βασική δίαιτα θα επανέλει σε ωμή πατάτα και κουνουπίδι:)

    ---------------------------
    Bεβαίως, φίλε Yosemite, να μεταφέρω τις όμορφες ευχές σου, χρονιάρες μέρες πούναι, σε εναν καλο και αξιοπρεπή άνθρωπο που απλά έζησε όπως επέβαλε η κρίση του, και η ηθική του. Νάσαι καλά.

    ---------------------------
    Αθηνά μου, παντού οι άνθρωποι είναι τελικώς οι ίδιοι, έτσι δεν είναι; Πρίν τα διάφορα στερεότυπα μας χωρίσουν σε "κατηγορίες". Tις ευχές μου.

    ReplyDelete