Τη δεκαετία του 60, δύο νεαροί άνθρωποι που δεν γνωρίστηκαν μεταξύ τους ποτέ, ξεκίνησαν δύο διαφορετικά ταξίδια. Δύο απίθανα ταξίδια. Και καθοδόν προς το άγνωστο, η Ιστορία τους άλεσε χωρίς έλεος, φτιάχνοντας δύο σενάρια που φαντάζουν για πολλούς εξωπραγματικά. Τους συνάντησα τον καθέναν τους ξεχωριστά, και μου διηγήθηκαν την εμπειρία τους. Σήμερα, θα προσπαθήσω να τους χωρέσω σε ένα πόστ. Αλλαξα μόνον τα ονόματά τους.
Η Αγγελική δέχτηκε το προξενιό καλοκαίρι στην Ελλάδα. Το κανονίσαν συγγενείς. Ο νεαρός ήταν ευπαρουσίαστος, σοβαρός, και μορφωμένος έμπορος της Θεσσαλονίκης που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Κάτω απο τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, ανάμεσα σε κάποια οικογενειακά τσιμπούσια και δραματικά ζειμπέκικα της εποχής, σε μια ατμόσφαιρα φορτωμένη απο συναισθηματισμό, η νεαρή Αγγελική είδε μπροστά της την ευκαιρία να ξεφύγει απο τη φτώχεια της εποχής, τους φωταγωγούς των πόλεων, και να αρχίσει μια ζωή με άνεση. Είχε άλλωστε και μικρότερες αδελφές να βοηθήσει.
Χειμώνα έφυγε η Αγγελική απο την Ελλάδα. Βρέθηκε στην Νέα Υόρκη με καράβι, εβδομάδες ταξίδι μέσα απο μια θάλασσα τόσο πλατιά, όσο και τα όνειρά της. Φοβισμένη, έρημη και μόνη. Φτάνοντας στο λιμάνι της ελπίδας, σημείο άφιξης εκατομμυρίων ξεριζωμένων, και μετά απο επίπονες διαδικασίες, χωρίς γλώσσα και κοσμοπολιτισμό, βρέθηκε στριμωγμένη σε ενα τρένο καθοδόν προς το Σικάγο. Δεν είχε δεί ποτέ της τόσο χιόνι, τόση παγωνιά, τόση ερημιά. Ταξίδεψε περίπου δύο μέρες, με αργό ρυθμό, φορώντας όσα ρούχα είχε κουβαλήσει μαζί της, και αγναντεύοντας τις απέραντες και έρημες εκτάσεις με φρίκη. Στο τέλος, έφτασε στην πόλη των ανέμων, με θερμοκρασία -30 βαθμούς. Εκεί θα ξεκινούσε τη νέα της ζωή.
Αυτός που την περίμενε, ήταν ενας άνθρωπος που κάποτε ζούσε στη Θεσσαλονίκη, και είχε ξεριζωθεί. Στο κρύο του σταθμού, καθώς η Αγγελική έδωσε για πρώτη φορά το χέρι της στον άγνωστο άντρα που θα γινόνταν σύζυγός της, κατάλαβε αμέσως πως η συνείδηση του άντρα της δεν ήταν ελληνική. Ούτε και η γλώσσα του. Ο νεαρός σύζυγος ήταν Βούλγαρος στη γλώσσα και στην ψυχή, καλός ανθρωπάκος της σειράς, που κάποτε ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ξεκομμένος απο την Βουλγαρία, και κρατώντας τα στοιχεία του θολά, είχε απευθυνθεί για νύφη στην Ελλάδα. Στη νέα του πατρίδα, ήταν απλά ενας ακόμα αμερικανός. Και αυτό αρκούσε.
Η ελληνίδα και ο βούλγαρος έζησαν λίγα χρόνια ευτυχισμένα. Εκαναν και μια κόρη μαζί, την Τάνια. Μα καθώς τα χρόνια περνούσαν, λίγο η πατρίδα, λίγο η νοσταλγία, λίγο η ταυτότητα και η γλώσσα, η συμβίωσή τους ναυάγησε. Η Αγγελική αισθανόταν παγιδευμένη, και ό σύζυγός της το ένοιωθε βαθιά. Και έτσι μια μέρα, ξαφνικά, ούτε ένα σημείωμα, χάθηκε για πάντα απο τη ζωή της παίρνοντας μαζί του και την κόρη τους. Η μεγάλη χώρα τον κατάπιε για πάντα.
Και η Αγγελική, με τα όνειρα κομμάτια, μην ξέροντας που να ψάξει και που να απευθυνθεί, εγκατέλειψε το βορεινό Σικάγο με τους παγερούς αγέρηδες, και επέστρεψε στην ηλιόλουστη Ελλάδα κουβαλώντας μια καρδιά κομματιασμένη. Βουβό ήταν το σπίτι που την υποδέχτηκε, βουβοί και οι άνθρωποι που της είχαν σχεδιάσει το μέλλον της. Και εκεί, χρόνια μετά, κάτω απο πίεση συγγενών και φίλων, η Αγγελική ταίριαξε με κάποιον ντόπιο, και παντρεύτηκε ξανά. Ευτυχισμένος ο δεύτερος γάμος, καρπός αγάπης και μια κόρη, η Μαρία.

Την ίδια εποχή, ο κύριος Χρίστος, έφευγε για τη Γερμανία. Αφηνε πίσω του γυναίκα και ενα γιό, για το κλασσικό ταξίδι της οικονομικής μετανάστευσης, δουλειά σε φάμπρικα της Στουτγκάρδης. Η νικημένη Γερμανία του πρόσφερε μισθό και σπίτι, μια αξιοπρέπεια που εκείνος είχε ανάγκη. Τα οικονομικά εμβάσματα ήταν μηνιαία, μηνιαία ήταν και τα γράμματα απο το σπίτι, ο καιρός βροχερός, και η δουλειά ατέλειωτη.
Ηταν η εποχή που η Έλλάδα άδειαζε τον άνεργο πληθυσμό της στις βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Οι φιλοδοξίες της Γερμανίας να γίνει υπερδυναμη, μειώθηκαν τώρα στην άμεση ανάγκη της να ξαναχτιστεί απο τις στάχτες, να αναπαράγει μια κοινωνική και οικονομική ύπαρξη που η Ιστορία της στέρησε. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο κ. Χρίστος παρέμεινε συνεπής στην ιστορική μοίρα που τούλαχε. Μάζεψε τα χρηματά του, βοήθησε την οικογένεια και το παιδί του στην Ελλάδα, και κάποτε, χρόνια μετά, πήρε κι αυτός τον δρόμο της επιστροφής.
Μόνον που άφησε πίσω του μια εκκρεμότητα. Εναν έρωτα που ένοιωσε για μια Κροάτισσα συνεργάτρια, μια μοναχική και έρημη γυναίκα που δούλευε μαζί του στα αλουμίνια του εργοστασίου, και μαγείρευε νόστιμα φαγητά τα βράδια. Η μοναξιά τους ένωσε, αρχικά σαν φίλους, κατόπιν σαν παροδικούς εραστές. Ενοιωσε πως νοιάζονταν για κείνη, όσο και για τη γυναίκα του, αλλά η ζωή άλλα ζητούσε και άλλα επέβαλλε. Εζησαν μαζί λίγα χρόνια παράνομης χαράς, και απέκτησαν ένα γιό, τον Γιόσκα. Η ψυχολογία της μετανάστευσης όμως, τους έκανε ρεαλιστές. Αποφάσισαν να χωρίσουν, εκείνη θα κρατούσε το παιδί, εκείνος θα γυρνούσε σπίτι του κρατώντας κρυφό το μυστικό τους. Εκείνη θα ζούσε με τη χαρά της μητρότητας, και εκείνος με τη νόμιμη οικογένειά του.
Χρόνια μετά, μια Κυριακή, η Μαρία δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Η φωνή ήταν διστακτική αλλά ευγενής, και η κοπέλα της γραμμής έκανε προσπάθεια να μιλήσει κάποια ελληνικά που σίγουρα δεν ήταν η μητρική της γλώσσα. Ο πατέρας της, κάποιος Βούλγαρος εμιγκρές του Σικάγου, είχε πεθάνει στη Μινεσσότα όπου ήταν το σπίτι τους, και άφησε πίσω του μια λεπτομερή αναφορά της ζωής του. Ο πατέρας ήταν δίκαιος, είπε στο τηλέφωνο η Τάνια, ποτέ δεν κατηγόρησε τη γυναίκα του, και έζησε όλη του τη ζωή με ενοχή που την είχε εγκαταλείψει. Και τώρα, σαν ιστορική δικαίωση, η ίδια ήθελε να δεί και να αγγίξει την κοπέλα που ήταν αδελφή της, που η ζωή δημιούργησε μακριά της, σε άλλη γή, άλλη πατρίδα.
Ενα τέτοιο τηλεφώνημα, πήρε και ο Γιώργος, παιδί του κ. Χρίστου. Κάποιος ευγενικός νεαρός βρισκόταν στην αλλη γραμμή, τηλεφωνόντας του απο μακριά. Είχε σκεφτεί πολύ πριν του τηλεφωνήσει, αλλά όπως η Γερμανία είχε πια γυρίσει σελίδα, έτσι και εκείνος πίστευε πως ο χρόνος συγχωρούσε την απόφασή του. Ηταν ο Γιόσκα, το παιδί της Κροάτισσας. Δεν ήξερε ελληνικά, δεν μιλούσε την ίδια γλώσσα με τον αδελφό του, αλλά ήθελε να τον γνωρίσει. Η μητέρα του είχει πεθάνει πρίν λίγο, και πίσω της άφησε μια γραπτή αφήγηση για το παιδί της. Ηταν η πρώτη φορά που ο νεαρός Γιόσκα μάθαινε για τον πατέρα του.
Η Μαρία και ο Γιώργος είναι άνθρωποι που πέρασαν απο τη ζωή μου. Φίλοι σε ξεχωριστές εποχές, σημεία ευχάριστης αναφοράς και φιλίας. Εκείνη τρομοκρατήθηκε απο το τηλεφώνημα, και δεν ήξερε αρχικά τί να αποφασίσει. Την πήρε χρόνος να μιλήσει στην Αγγελική για το τηλεφώνημα, ακόμα πιο πολύ να την προετοιμάσει. Σαν η Αγγελική στέριωσε στο μυαλό της τί ακριβώς συνέβαινε, ταραγμένη κι εκείνη για όσα θα επακολουθούσαν, έδωσε την συγκατάβασή της για την συνάντηση.
Και ο Γιώργος, αφού έμεινε για ώρες σιωπηλός κοιτάζοντας τον τοίχο, προσπαθώντας να οραματισθεί πώς θα μπορούσε να συνδεθεί με έναν αδελφό που ήταν γερμανός, κάποιον που δεν μιλούσε κάν τη ίδια του τη γλώσσα, κίνησε κατόπιν να μιλήσει στον πατέρα του. Σαν σε αρχαίο ελληνικό δράμα, πατέρας, γιός και μάνα αντίκρυσαν το θεατρικό κορύφωμα μιας απαίσιας αλλά και όμορφης ιστορικής διόρθωσης, και συμφώνησαν να αφήσουν τη ζωή να συνεχίσει. Η αυλαία άνοιγε για όλους εναν δρόμο που κανείς δεν ήξερε πού οδηγούσε, αλλά που όλοι τους ήθελαν να περπατήσουν.

Καταργώντας όλες τις εθνικές ιστοριογραφίες και υπερβαίνοντας τα λαϊκά στερεότυπα, οι δύο νεαρές κοπέλλες συναντήθηκαν πέρυσι στη Θεσσαλονίκη. Η αμηχανία της στιγμής πνίγηκε στην αγκαλιά της μάνας που ξέβρασε την ψυχή της μπροστά στα δυό της παιδιά, και τους έδωσε την ευχή της να ζήσουν ενωμένα. Η Τάνια θα πρόσθετε τώρα στίς γλώσσες της και τα ελληνικά, η Μαρία τα βουλγάρικα. Και τα δύο αγόρια, τα αδέλφια, επέλεξαν την Κρήτη για να συναντηθούν φέτος το καλοκαίρι, κάνοντας μαζί διακοπές. H δική τους αμηχανία πνίγηκε στη γαλάζια θάλασσα του νησιού, στον ήλιο που σκορπίζει ζωή, και τα νόστιμα ντόπια εδέσματα. Βρήκαν πολλά να τους συνδέουν, πολλά να πούν, και ακόμα πιο πολλά να οραματισθούν. Μετανάστευσης γεννήματα και αποπαίδια της Ιστορίας των ανθρώπων, είχαν βρεί πια τον κοινό τους δρόμο...
--------------------------------------------------------
Τέτοιες ιστορίες θα έχετε όλοι σας ακουστά. Πάνω τους έχουν γυριστεί ταινίες, γραφτεί βιβλία και τραγούδια. Είναι οι ιστορίες που γεννά η απόσταση, γεννήματα της μετανάστευσης και της διπλής ταυτότητας, μέρος της ξεχασμένης ιστορίας των ανθρώπων. Εγραψα αυτό το πόστ γιατί αισθάνομαι μέσα μου βαθιά το τίμημα της απουσίας, και τις πολλαπλές διαστάσεις της μετανάστευσης. Οσοι δεν έζησαν έξω απο τις διαστάσεις του ενός και μόνο πολιτισμού που τους έλαχε, ίσως δυσκολευτούν να το κατανοήσουν. Ολα όσα αποτελούν τον νοητό και συναισθηματικό μας κόσμο, η γλώσσα μας, η θρησκεία μας, ο άμεσος πολιτισμός μας, είναι απλά μία διάσταση ύπαρξης και τίποτα παραπάνω. Και υπάρχουν κι άλλες, που μερικές φορές μας επισκέπτονται βίαια, για να μας υπενθυμίσουν πως είμαστε εδώ για λίγο, πολύ λίγο, αρκετά όμως για να συνυπάρξουμε αρμονικά. Και όσο καλές κι άν ειναι οι ταινίες, πιστέψτε με, το αληθινό υλικό είναι ακόμα συγκλονιστικότερο.