Τις προάλλες είδα την ταινία The Fighter. Είναι η ιστορία ενός νεαρού που απο κάποια μικρή, παρακμιακή και ασήμαντη πόλη της Αμερικής, το Lowell, βρέθηκε να γίνει διάσημος για το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούσε να διαπρέψει για να γλυτώσει απο τη φτώχεια. Το Boxing. Είναι μια κοινωνική ταινία βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία. Δεν θα αναφέρω την υπόθεση, η ταινία παίζεται και στην Ελλάδα, είναι μια καλογυρισμένη ταινία και μπορείτε να τη βρείτε.
Στο σινεμά με έσυρε η γυναίκα μου και κάποιοι συγγενείς της. Και είδα την ταινία με κάποια ιδιαίτερη ματιά, καθώς ο αληθινός πρωταγωνιστής του φίλμ υπήρξε γνωστός της οικογένειας της γυναίκας μου, ενα παιδί της ίδιας γειτονιάς οπου μεγάλωσε και εκείνη με τα αδέλφια της, Ιρλανδοί της Αμερικής, λαϊκοί και αληθινοί άνθρωποι του μόχθου, σε μια πόλη που ήταν κάποτε βουτηγμένη στην Ιστορία, και κατόπιν πέθανε και εκείνη, όπως το Detroit κάποιου προηγουμένου πόστ. Η ταινία γυρίστηκε στη γειτονιά οπου μεγάλωσε η γυναίκα μου, η οποία φυσικά αναγνώρισε όλα τα μέρη, τα μαγαζιά και τα τοπία που είδε, καθώς και τους γνωστούς και οικείους χαρακτήρες που κοσμούν το κοινωνικό περιβάλλον της πόλης της. Ηταν μια όμορφη βραδιά.
Είχα καιρό να δώ ταινία σε μεγάλη οθόνη, και για ένα δίωρο αφέθηκα και εγώ στην έκσταση που προσφέρει ο σινεμάς, την απόδραση του μυαλού σε φτιαχτούς και φαντασιακούς κόσμους, συνδιάζοντας εικόνα, μουσική και πλοκή πολλών χρόνων μέσα στη βολική χρονική διάσταση του δίωρου, προσφέροντας τέρψη, προβληματισμό και υπερθέαμα. Για τη ζωή του πυγμάχου πρωταγωνιστή άκουσα κατόπιν πάμπολλες προσωπικές ιστορίες που δεν υπήρχαν στο σενάριο.
Πριν υποβαθμιστεί στα τάρταρα της Ιστορίας, την εποχή των ρούχων και υφαντών, απο το 1821 και για εκατό ακόμα χρόνια, η πόλη του Lowell ήταν το κέντρο της παγκόσμιας κλωστουφαντουργίας. Πάνω στο ποταμό Μerrimack, λίγα μίλια απο την αγγλική πόλη της Βοστώνης, άνοιξε το μεγαλύτερο εργοστάσιο κλωστουφαντουργίας στον κόσμο, με αργαλιούς που έφεραν απο τις Ινδίες οι εγγλέζοι. Για εναν αιώνα, η κλωστουφαντουργία του Lowell άφησε τα σημάδια της βαθιά στη νεογέννητη καπιταλιστική υπερδύναμη και στην τοπική κοινωνία.
Στους αργαλιούς του Lowell, τα περίφημα Lowell Mills, δούλευαν κυρίως γυναίκες 15-35 χρόνων (που θεωρούνταν πιο γρήγορες και αποδοτικές απο τους άντρες), σε εξοντωτικά ωράρια εργασίας που άγγιζαν τις 15 ώρες την ημέρα. Η ζωή και ή εργασία τους ήταν βασισμένη στην πρώτη θεωρία της Φάμπρικας, πρόγονος άλλων μεταγενέστερων θεωριών που αναπτύχθηκαν στην Αμερική, πριν φτάσουμε στο σημερινό Corporate σχήμα εργασίας που είναι εμπνευσμένο απο τον στρατό, με καθαρά στρατιωτική φιλοσοφία, δομή και λειτουργία.
Οι αργαλιοί λοιπόν, ήταν ενα οργανωτικό και παραγωγικό σχήμα που συνδύαζε ζωή και εργασία σε ενα, ενα πείραμα που έδινε έμφαση στην εργασιακή παραγωγή αλλά πρόσφερε και κάποια μόρφωση, ψυχαγωγία και άνεση στις απομονωμένες εργάτριες που επέλεγαν να ζήσουν μονιμα μέσα στο εργοστάσιο, δουλεύοντας εξοντωτικά ωράρια παραγωγής, με αντάλλαγμα εναν μισθό, φαγητό, εναν χώρο να κοιμηθούν, και λίγα σχολικά μαθήματα.
Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί σταδιακά ενα είδος καρριερίστα "εργάτη φάμπρικας", ο οποίος οικοιοθελώς θα επέλεγε αυτόν τον τρόπο ζωής, πάνω στην ψυχολογία του οποίου η βαριά καθημερινή ζωή δεν θα είχε τις τερατώδεις κοινωνικές και προσωπικές ψυχολογικές επιδράσεις της Βιομηχανικής εποχής. Ηταν ενα πείραμα που τελειοποιήθηκε αργότερα, στην Καλιφόρνια, σε σύγχρονη βέβαια παραλλαγή, απο εταιρίες όπως η Google με το σημερινό περίφημο Googleplex.
Και ενώ η παραγωγή ήταν εξοντωτική και επιβλεπόμενη, οι γυναίκες των αργαλιών απολάμβαναν τις χαρές κάποιας βιβλιοθήκης, μαθήματα μουσικής και τέχνης, φαγητό και στέγη, κάτι που την εποχή εκείνη ήταν ενα όνειρο για πολλούς που ζούσαν έξω απο τα εργοστασιακά τείχη, σε μια πόλη που ήταν σημαδεμένη απο την Ιρλανδική μετανάστευση, και τους παρείσακτους εκείνους της Ευρώπης που κυριολεκτικά διώχτηκαν απο τη γή όπου ζούσαν στην Φεουδαρχική Αγγλική αυτοκρατορία, και στάλθηκαν φορτωτική στη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη, 4 δολλάρια "το κόμμάτι". Η λύση του "Ιρλανδικού προβλήματος" (κατα τους Αγγλους), δημιούργησε στις όχθες της Νέας Αγγλίας τη βιομηχανική πόλη του Lowell. Κάποιες εργάτριες, τις ρούφηξαν οι αργαλιοί απο τα μαλλιά και τις άλεσαν κυριολεκτικά.
Ακολούθησαν οι εκτοπισμένοι γαλλόφωνοι του Κεμπέκ, που κατέβηκαν νοτιότερα για δουλειές που ο κρύος Καναδάς δεν μπορούσε να παράσχει. Γαλλικές εκκλησίες και σχολεία γαλλικών κοσμούν ακόμα την εργατική πόλη, που έγινε το εργατικό χωνευτήρι πολλών φυλών, όλοι τους πρόσφυγες και μετανάστες. Ακολούθησαν τα θύματα του μεγάλου πολέμου της Ευρώπης, κατέφθασαν έτσι και χιλιάδες Ελληνες. Εργάτες σε βυρσοδεψίες, τεχνίτες παπουτσιών που είχε ανάγκη η Αμερική, ράφτες, μπακάληδες και εστιάτορες. Πάνω απο πέντε ορθόδοξες ελληνικές εκκλησίες είναι ακόμα εν ενεργεία στην πόλη των αργαλιών, που μεγάλωσε δύο τουλάχιστον γενιές ελλήνων. Γέννημα θρέμα αυτής της πόλης ήταν και ο ελληνοαμερικανός Paul Tsongas, μετέπειτα γερουσιαστής της Μασαχουσσέτης και Δημοκρατικός υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ, μια φυσιογνωμία ευρέως αγαπητή, που αναβάθμισε όσο μπορούσε την πόλη με πάρκα, γυμναστήρια, μουσεία και πολιτιστικά κέντρα.
Ελληνες, Ιρλανδοί και Γάλλοι έζησαν ειρηνικά μέχρι που έφτασαν και οι επόμενοι, Βιετναμέζοι, Λαοσιανοί, και Καμποτζιανοί, τα εκτοπισμένα θύματα της κατακερματισμένης Ινδοκίνας, πεσκέσι ενός πολέμου εθνικής ανεξαρτησίας που η αμερικανική ελίτ είχε χαρακτηρισει ιδεολογικά ως "Κομμουνιστικό Ντόμινο" . Χιλιάδες και τούτοι, κατέφθασαν ρακένδυτοι, αλλάζοντας την όψη της πόλης. Πολλοί αμερικανοί που πολέμησαν στο Βιετνάμ βρέθηκαν ετσι να κατοικούν στήν ίδια γειτονιά και πόλη με εκείνους που πολεμούσαν στην Ασία. Θύτες και θύματα επέστρεψαν στο Lowell με το ίδιο εισιτήριο. Η τραγικότητα της μοίρας.
Και όταν η εποχή της αίγλης είχε πια περάσει προ πολλού, σε ενα τοπίο βιομηχανικής ερήμωσης και γκέτου, κατέφτασαν και οι τελευταίοι λούμπεν κάτοικοι της πόλης, οι ισπανόφωνοι απο το Πουέρτο Ρίκο, τον Αγιο Δομίνικο και τη Νότια Αμερική, φέρνοντας μαζί τους και κάποιες αλλόκοτες λατρινοαμερικάνικες συνήθειες, συμμορίες με όπλα, ερωτικές βεντέτες και πολύ machismo, όπως ακριβώς αναπαριστούν σήμερα οι narconovelas του μεξικανικού κινηματογράφου.
Το 1813,για την οικονομική ενίσχυση της πρώτης κλωστουφαντουργίας, πουλήθηκαν στο χρηματηστήριο περίπου 1000 πανάκριβες μετοχές (σημερινής αξίας 1.000 δολλαρίων η μία),και όταν 9 χρονια αργότερα, το 1821 ανακοινώθηκαν κέρδη ύψους 30%, πολλοί επιχειρηματίες έσπευσαν να επενδύσουν διπλά και τρίδιπλα στη νέα επιχείρηση. Και ενώ η Αμερική υιοθέτησε απο τότε ιστορικά το Χρηματιστήριο ως μέσο ανεύρεσης αναπτυξιακών κεφαλαίων, η πόλη του Lowell μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε ενα απέραντο ανθρώπινο εργοτάξιο. Το 1850, με συνολικό πληθυσμό περίπου 33 χιλιάδες, η πόλη απασχολούσε τουλάχιστον 10 χιλιάδες εργάτριες, πολλές απο αυτές ηλικίας μόλις 15 χρόνων. To παραγωγικό αυτό σύστημα κράτησε κάπου 100 χρόνια πριν τελικά μετακομίσει αλλού και αυτοκαταστραφεί.
Κάπου το 1842, ο αριστουργηματικός άγγλος συγγραφέας Charles Dickens επισκέφτηκε τις φάμπρικες των αργαλιών και εδήλωσε έκθαμβος απο την ευρεία πολυμάθεια των εσώκλειστων γυναικών, τα πιάνα που διέθετε οι επιχείρηση, καθώς και το πρόγραμμα σπουδών και διαλέξεων που συμπεριλάμβαναν ακόμα και πανεπιστημιακούς καθηγητές του τότε Harvard College. Η σύγκριση με τις φάμπρικες του Manchester και του Birmingham, οπου ο περισσότερος πληθυσμός ήταν τελείως αναλφάβητος και σημαντικά άρρωστος, έδωσε στον μεγάλο συγγραφέα την εικόνα ενός εργασιακού παράδεισου. Οι γυναίκες που συνάντησε, ήταν όλες καθαρές, υγιείς και εντυπωσιακά εγγράμματες.
Μα ο επίγειος εργασιακός παράδεισος των 73 ωρών την εβδομάδα δεν κράτησε πολύ, και ήδη απο το 1834, οι υπάκουες, καθαρές και μορφωμένες εργάτριες κατέβηκαν σε απεργία απαιτώντας καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Ζητούσαν να κατεβούν οι ώρες εργασίες απο 15 σε 10 ώρες την ημέρα! Η μικρή γυναικεία ομάδα των εργατριών που κατέβηκε σε κείνες τις απεργίες δέχτηκε τότε όλο το μίσος της διοίκησης, η οποία τις απέλυσε δημιουργώντας και μια εργασιακή μαύρη λίστα που μοιράστηκε σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο. Μια δυναμική εργάτρια, που οργάνωσε την πρώτη ιστορική απεργία, η Sarah Bagley άφησε πίσω της κάποια υπέροχα πολιτικά και εργασιακά γραπτά, που διασώζονται μέχρι σήμερα μαζί με όλη την εφημεριδογραφία της εποχής.
Σε κάποια άλλη μεριά της πόλης, μακριά απο τα καπνισμένα κτίρια των υφαντών και τον μολυσμένο ποταμό οπου πετιούνταν τα χημικά απόβλητα, μέσα σε απίθανους κήπους και μανικιουρισμένη πολυτέλεια, ζούσαν οι ιδιοκτήτες και μάνατζερς της επιχείρησης. Την εμβληματικά χλιδάτη αλλά προβληματική ζωή των προνομιούχων αυτής περιόδου, επιχείρησα να αναδείξω κάποτε αυτοσαρκαζόμενος, σε τούτο το πόστ. Οι οικογένειες των ευγενών που ζούσαν σ' αυτά τα σπίτια αισθάνονταν μια βαθιά και ειλικρινή απέχθεια για τη ζωή στη μακρινή αμερικανική αποικία, και μια συχαμάρα για τα ανθρώπινα ερείπια που η Ευρώπη είχε αποβάλει κοινωνικά, και που τώρα ζούσαν και εργαζόνταν στην Αμερική.
Αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τιμούμε σήμερα, Πρωτομαγιά, με τη συμβολή και θυσία των οποίων φτάσαμε στο εργασιακό οκτάωρο και την πολιτική ψήφο. Για να υπενθυμίσω, πως τα πρώτα εργατικά κινήματα του κόσμου, έγιναν εδώ, στην πόλη του Lowell, και απο γυναίκες, πολύ πρίν την τιμούμενη πασίγνωστη εργατική επανάσταση του Σικάγου.
Στον θαυμαστό και παγκοσμιοποιημένο πια κόσμο του σήμερα, τα παραγωγικά μοντέλα έχουν αλλάξει έκτοτε πάμπολλες φορές, δημιουργώντας άλλοτε κάποια καλύτερα, πιο ανθρώπινα και έξυπνα συστήματα, και άλλοτε κάποιες συμπληγάδες πέτρες που ακόμα αλέθουν και συντρίβουν τον άνθρωπο, και θυμίζουν με τρόμο την επιστροφή στην εποχή της βιομηχανικής φεουδαρχίας.
Καλή Πρωτομαγιά.
Κλιμάκωση
-
*Αυτό που όλος ο κόσμος φοβόταν ξεκίνησε. Το Ιράν εξαπέλυσε πυραυλική
επίθεση εναντίον του Ισραήλ. Τέτοια επίθεση είχε βέβαια ξαναγίνει πριν από
μήνες κα...
2 days ago
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μασαχουσέτη είναι η Πολιτεία με την περισσότερη και πιο σημαντική ιστορία, και το να ζεις εκεί, όπως εσύ τώρα, Locus, και όπως εγώ που μεγάλωσα τον γιό μου εκεί, δίνει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για την ψυχή του Αμερικανού, ιδίως όταν επισκέπτεται άλλες σημαντικές πολιτείες, ξέρει όμως ότι εκείνος είναι από τη Μασαχουσέτη. Μια τέτοια στιγμή για μένα με πολλές προεκτάσεις συναισθηματικές ήταν όταν στο lobby ενός ξενοδοχείου στο Σικάγο όπου βρισκόμουνα για δουλειά, κατά σύμπτωση, έσφιξα το χέρι του Τσόγκα όταν ακόμα "έτρεχε" για τον Λευκό Οίκο: και από τη Μασαχουσέτη, και Έλληνες :-)
ReplyDeleteΜεταξύ της Βοστώνης, του Λόουελ, του Πλύμουθ, και τόσων άλλων πόλεων, χωρίς να ξεχνάμε και το Νιου Μπέντφορντ (Μόμπυ Ντικ), ή το Στέρμπριτζ Βίλατζ, η Μασαχουσέτη, για τους εκτός Αμερικής, είναι ένα κρυμμένο μυστικό. Συμπεριλαμβανομένου φυσικά του γεγονότος ότι από το Λόουελ ξεκίνησαν οι πάλες για τα εργατικά δικαιώματα πολύ πριν την Πρωτομαγιά στο Σικάγο :-)
ΥΓ. Η μηχανή γυρίσματος στην πρώτη φωτογραφία έχει ένα κίτρινο στίκερ που μόλις φαίνεται. Αυτό σημαίνει ότι ήταν νοικιασμένη από συγκεκριμένο μέρος στη Βοστώνη του οποίου το πρόγραμμα ενοικιάσεων κει τιμολογίων έγραψα εγώ :-)))
Ηδη, τα εργατικά δικαιώματα στην Ελλάδα, έχουν καταπατηθεί και που σαι ακόμη!
ReplyDeleteΜετά από τόσες ώρες δουλειά οι εργάτριες μπορούσαν να απολαύσουν τις βιβλιοθήκες και όλα τ' αλλα; Δε νομίζω. Όσο για το που έμεναν στους χώρους εργασίας μου θυμίζει κάτι από τη σημερινή κρυμμένη Κίνα.
ReplyDeleteΓια την ευκαιρία της πρωτομαγιάς γράφτηκε αυτό το πόστ, φίλε Δημήτρη, και περιέχει μερικές πληροφορίες που ίσως ενδιαφέρουν ιστορικά. Εχω συναντήσει κι εγώ τον κ. Τσόνγκα. Ενας σοβαρότατος άνθρωπος. Να συμφωνήσω επίσης πως η Μασαχουσσέτη παραμένει ενα πολιτικό λίκνο της Αμερικής.
ReplyDeleteΕνδιαφέρον το σχόλιο γι γτο κίτρινο καρτελάκι. Γιατί άνθρωπέ μου πήγες Φλωρεντία; Χόλυγουντ έπρεπε να πάς:)
Φίλε Giant, τα εργασιάκά δικαιώματα παντού στον κόσμο σήμερα έχουν πάθει καθίζηση. Στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο, τις τάσεις τις καθορίζουν οι μεγάλες συγκρούσεις π.χ Αμερική- Κίνα. Οι άλλοι ακολουθούν. Καλώς ή κακώς, αυτός είναι ο κόσμος μας. Κάπου εκεί, στο ανάμεσα, η Ελλάδα καλείται σήμερα να βρεί μια ισορροπία.
ReplyDeleteΜα βέβαια φίλε hackaday, τί χρόνος να βρεθεί. Φυσικά και ήταν μια κρυμμένη Κίνα. Σταδιακά τα πράγματα χειροτέρεψαν.
ReplyDelete