Μαζί σχεδίασαν την απόδραση. Καλοκαίρι, μέσα στο κάμα του Ιουλίου. Είχαν ήδη τελειώσει το πανεπιστήμιο οπου και είχαν γνωριστεί, είχαν γίνει πια ο ένας μέρος του άλλου. Κάποιες χημείες τους ένωσαν μαζί, κάποια μοίρα τους έφερε να συναντηθούν σε γή τρίτων.
Και όσα μαζί σιγομουρμούριζαν τις νύχτες του πάθους και του έρωτα, όσα φτιάξαν στο μυαλό τους νοητά, τώρα θα γινόταν πραγματικότητα. Μαζί θα έφευγαν. Σε κάποιο κόσμο μαγικό, καινούργιο, μακριά απο τις άλλες τους πατρίδες, στη μεγάλη πόλη της ελπίδας. Κανείς δεν το γνώριζε. Αυτό ήταν το μυστικό τους. Απ' όσα ποτέ του πόθησε και διεκδίκησε, τούτο το λάφυρο ήταν το μεγαλύτερο. Εκλεβε εναν άλλον άνθρωπο, μια ολόκληρη γυναίκα. Την γυναίκα που αγαπούσε.
Είχε αναβάλει και το ταξίδι του στην πατρίδα. Θυμήθηκε ξαφνικά τη παλιά του γειτονιά με τα ηλιοκαμμένα χωράφια, και με την ανηφόρα που οδηγούσε στον αη Γιώργη, εκεί που είχε κάνει τάμα να ξαναγυρίσει στην πατρική του γή, εκεί που η μητέρα και ο πατέρας είχαν ευλογήσει τον πηγαιμό του. Που ανήκε; Την περίμενε στο μικρό παρκάκι. Είχε μαζί του ό,τι χρειαζόταν για το ταξίδι. Τις βαλίτσες και τέσσερις χιλιάδες δολλάρια. Μια μικρή περιουσία.
Ισπανικά η μητρική γλώσσα του δρόμου, μικρό το διαμέρισμα που κανόνισαν να ζήσουν. Αντικρυνά στο δρόμο, ο ήλιος έδινε μια έντονη πορτοκαλί απόχρωση στα παλιά τούβλινα διαμερίσματα. Κάποιες γυναίκες καθόταν στην είσοδο του σπιτιού όταν πρωτόφτασαν, φτιάχνοτας η μία τα μαλλιά της άλλης. Πιο δίπλα, ένας τυπάκος συναρμολογούσε ενα ολόκληρο αυτοκίνητο. Mια ακόμα γειτονιά του κόσμου.
Μια μουσική ξεχύνονταν στο δρόμο, υπόκρουση και αποκούμπι των ξενητεμένων που είχαν αφήσει τα μακρινά νησιά της Καραϊβικής για μια κανούργια ζωή στην μεγάλη πόλη. Το πρώτο πράγμα που αγόρασε ήταν μια ζουμερή pachita, το "φρούτο του πάθους". "Θα σε κάνει ταύρο", του είπε ο πωλητής με το μυώδες σώμα την άσπρη φανέλα και τις χρυσές αλυσίδες. Κάποια σέξυ καλλονή που καθόταν δίπλα του ξέσπασε στα γέλια. Επινε κι αυτή φαίνεται τους χυμούς της.
Στην πατρίδα είχε ζήσει συντηρητικά. Και προστατευμένα. Πάντα είχε λεφτά, ολόκληρο δίκτυο προστασίας και αγάπης. Και τα όνειρα πακεταρισμένα, σίγουρα και σταθερά. Μα εδώ, στον άγριο κόσμο της αντιπέρα όχθης, ένοιωθε μόνος και υπεύθυνος για όλα. Πως ξέβρασε απο μέσα του τόση δύναμη, που χώρεσε δουλειά, διάβασμα κι αγάπη σε τόσο λίγο χρόνο, σε τόσο λίγο χώρο; Ονειρα απέραντα. Απόρησε και ο ίδιος με την μεταμόρφωση. Mα σήμερα εριχνε ρίζες βαθιές, έβαζε στη ζωή του και μια γυναίκα. Μπήκε με τις βαλίτσες στο κτίριο. Το ασανσέρ δεν δούλευε. Και έμενε στον τρίτο.
Μα τη μικρή του Τζούλια, θα την έκλεβε κι απ' το Θεό τον ίδιο. Μικτό ή καθαρό το αίμα της, δεν είχε σημασία. Αίμα ανθρώπινο ήτανε. Πόσο θα τον τυραννούσαν οι ευρωπαϊκές του τυραννίες, τα φαντάσματα του παλιού του κόσμου; Μα η φανταστική του Τζούλια, είχε τη λύση. Το αίμα θα καθάριζε, ανακοίνωσε. Θα γινόταν άσπρο, ευρωπαϊκό. Ετσι γίνεται πάντα στις επιμιξίες. Αλλες τυραννίες και απο δώ, άλλα φαντάσματα, σκέφτηκε, καθώς άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος. Το πολύ πολύ να κάνουμε μετάγγιση μωρό μου, δήλωσε η Τζούλια. Να βάλουμε νέο αίμα, νεουορκέζικο. Το καλύτερο αίμα στον κόσμο.
Υγρό και μουντό το καλοκαίρι της αγάπης, θα το θυμάται για πάντα, σαν μια θρησκευτική ευλαβική επίσκεψη στο βωμό της τόλμης και του θράσους. Αποκάτω οι περίεργες μουσικές του πάθους και οι πατσίτες, τα παιδιά που καταβρέχονταν με την πυροσβεστική αντλία. Κι πάνω, το παράθυρο δίπλα στις σκαλωσιές ασφαλείας, εκείνοι. Ηρθαμε για να μείνουμε κύριοι. Γιατί έτσι θέλουμε.
Μια ενδιαφέρουσα ανθρωπολογική κουστωδία προσωπικοτήτων τον τίμησαν στο γάμο του. Κάποιες παλαβιάρες νεουρκέζες τύπισσες (liberal ειναι ήπιος τίτλος), οκτώ κουβανοί και δομινικάνοι μουσικοί που έκαναν τη γειτονιά αντάρα με τα χορευτικά τους, μια ομάδα Πορτορικανών χορευτών, ο πλούσιος έλληνας εστιάτορας της τότε παρέας που έστρωσε τον μπουφέ με απίθανα φαγητά, η τριώροφη τούρτα με τα δύο γουρουνάκια να φιλιούνται στην κορυφή, τα παιδιά του εστιατορίου απο το Μεξικό με τα εξωτικά ποτά τους, η φίλη Κλαίρ, απο το CUNI, που τον μύησε στα άδυτα της ανθρωπολογίας που ακόμα κουβαλούσε μαζί του. Η τέλεια αρχή.
Παρών βέβαια και ο φουκαράς υπάλληλος του δημαρχείου της Νέας Υόρκης, ο κύριος Justice of the Peace, που έκανε μεν τον γάμο, αλλά μετά μέθυσε, και κοιμήθηκε στον καναπέ (και δεν βρίσκανε και το πιστοποιητικό). Ολες οι καλλονές της γειτονιάς έκαναν την εμφάνίσή τους, αλλες με καυτά σορτσάκια, μερικές ντυμένες αλα Ρίο, με πολύχρωμα φτερά και μαγιώ. Τις πατσίτες τις έβαλε ο γείτονας τυπάς με την αθλητική φανέλα και τις χρυσές αλυσιδίτσες. Ενα απίθανο πάρτυ μέσα στο κάμα του καλοκαιριού, υπο την βοήθεια ανεμιστήρων. Εκείνο το υγρό καλοκαίρι της απόδρασης και προσωπικής επανάστασης θα έμενε για πάντα στην Ιστορία.
Κι ανοιξε έτσι μόνος του τη μεγάλη πόρτα της ζωής που ονειρευόταν απο παιδί, ατίθασο και περίεργο στον υπο κατασκευήν ελιτίστικο εκκεντρισμό του, κορυφώθηκε αισθησιακά η κατανόηση του κόσμου που πάντα ζητούσε να μάθει. Ανάκατα θεοί, γλώσσες , μουσικές κι ανθρώποι, η συνταγή της ύπαρξης. Αγάπη κι όνειρα έξω απο όλα τα σημεία αναφοράς, η κορυφή του κόσμου. Αχρηστες οι διδαχές, τα πολιτιστικά τσιτάτα, άχρηστα τα βιβλία που μια ζωή σε σμιλεύουν νοητικά. Η απο μέσα προσωπική εμπειρία είναι ολόκληρος ο κόσμος. Ο αληθινός. Απ' όλες τις επαναστάσεις της ζωής, φουκαρά μου, η προσωπική είναι η καλύτερη, εκείνη που αφήνει πίσω της τα πιο βαθιά και αιώνια σημάδια. Η ζωή είναι ενας κήπος, θυμήθηκε κάποιον να λέει, μπαίνεις μέσα κι αρπάζεις όσα λουλούδια μπορείς και σου ανήκουν. Οσα μπορείς χρυσό μου...
--------------------------------------------
Ενα ποστ-εξαίρεση. Για το καλοκαίρι.