Sunday, July 31, 2011

O μελισσοκόμος

O κυρ Αναστάσης μοχθούσε στη γή απο γεννησημιού του. Ηλιοκαμμένος και ρυτιδιασμένος απο τον κάματο της καπνοκαλλιέργιας, λαδάς και χωραφάς, έκανε θόρυβο στη γειτονιά κάθε που ερχόνταν σπίτι του με το ετοιμόροπο τρακτέρ που τον βόλευε απίστευτα στις χίλιες γεωργικές και άλλες δουλειές του.

Μεταξύ άλλων, ήταν και μελισσοκόμος. Είχε τα μελίσσια στην ταράτσα του σπιτιού του, θέα σε όλη τη γειτονιά. Μια φορα το χρόνο, αγοράζαμε οικογενειακά απ' αυτόν το θεϊκό νέκταρ. Για χρόνια, φεύγοντας απο τη γενέτειρα, κουβάλαγα μαζί μου στη ζούλα τριμμένες ρήγανες του βουνού και το μέλι του κυρ Αναστάση. Είχα απο χρόνια αποφασίσει πως ό,τι και αν πρόσφερε η Αμερική, το μέλι του κυρ Αναστάση δεν το είχε.

Μα γίνεται νάχεις αμολημένα τα μελίσσια μέσα στη γειτονιά κυρ Αναστάση, τον ρώτησα κάποτε σε ενα ταξίδι μου. "Ακου αμερικάνε", μου απαντούσε εκείνος, "εσύ στις δουλειές σου και εγώ στα μελίσσια μου. Ξέρω εγώ τί κάνω. Κουμαντάρω το μελίσσι μου όπως πρέπει".

Ο κυρ Αναστάσης έπινε συχνά και κανα τσίπουρο, πλακωνόνταν μετά στα κοντοσούβλια και τις χωριάτικες σαλάτες, και γέμιζε η γειτονιά με τραγούδια ρεμπέτικα, ταβερνίσια και της φυλακής. Εμαθα αργότερα πως ο κυρ Αναστάσης ήταν και συναγωνιστής, είχε μάλιστα κάνει και εξορίες. Καθώς τον προσέγγισα για να τον ρωτήσω κάμποσα απο εκείνη την περίοδο, τον βρήκα μάλλον απόμακρο και άπαθή. "Ασε ρε Αμερικάνε, τί να λέμε τώρα", έλεγε ο κυρ Αναστάσης. "Κοιτάξτε εσείς οι νεότεροι να ανοίξετε τα μάτια σας, γιατί εμείς κοντεύουμε να κλείσουμε τα δικά μας". Μάλλον δεν θα συμπαθούσε και πολύ τους "αμερικανούς" ο κυρ Αναστάσης, είχα τελικά αποφασίσει, και έτσι δεν τον ενοχλούσα και πολύ. Συνέχιζα βέβαια να αγοράζω το μέλι του.

Κάποτε σε ενα ταξίδι μου, καθώς πήγα ξανά να τον ρωτήσω για τα μέλια του, ο κυρ Αναστάσης με τράβηξε με τρόπο κάτω απο τον ίσκιο της κλιματαριάς, και με κόπο ξεστόμισε την απορία του. "Να πάρω Χρηματιστήριο ρε αμερικάνε, εσύ που ξέρεις, ή να μην πάρω;" Εκείνο το "εσύ που ξέρεις" με σκότωσε. Και απο πού ξέρω εγώ κυρ Αναστάση, τον ρώτησα. "Ε, απο Αμερική έρχεσαι", απάντησε εκείνος "Οσο νάναι, όλο και κάτι θάχεις ακουστά".

Τον κατσάδιασα ελαφρώς. Τί χρηματιστήρια ακούω κυρ Αναστάση, τον φώναξα, γιατί δεν κάθεσαι στ' αυγά σου; Φούσκα είναι λόγω επικείμενης εισόδου στο ευρώ, του είχα πεί. Τί δουλειά έχεις εσύ με τέτοια πράγματα; "Ξέρω γώ ρε παιδί", δικαιολογήθηκε απλοϊκά εκείνος. "Μην είναι καλά για τα παιδιά. Ξέρεις πόσα έκανε ο έτσι, ο αμόρφωτος; Μπήκε μέσα με 8 εκατομμύρια και τώρα είναι στα πενήντα".

"Και δε δε μου λές ρε αμερικάνε, με ξαναρώτησε συνομωτικά. Τί είναι αυτό το ευρώ που όλοι μελετάνε; Είναι καλό πράγμα; Να πάρω λές και εγώ μερικά για τα παιδιά;"

Δεν τον κορόιδεψα για την απλοϊκότητά του, αντίθετα ένοιωσα πως ξαφνικά είχε αναβαθμιστεί η "αμερικανική" εικόνα μου, και του εξήγησα ό,τι μπορούσα. Με άκουσε προσεκτικά, πρώτη φορά απο τότε που ήμουνα παιδί. Μάλλον θα του άρεσαν όσα του εξηγούσα, τα καταλάβαινε. Στο τέλος με κάλεσε και για τσίπουρο. Ηταν μια μεγάλη ώρα. "Α ρε αμερικάνε", αναφώνησε. "Ετσι είναι; Και γιατί τότε ρε μικρέ δεν τα εξηγούν απλά και στην τηλεόραση για να τα καταλαβαίνει ο κόσμος;"

Πέρασε καιρός απο τότες, και η Ευρώπη αποφάσισε πως οι Αναστάσηδες της Ελλάδας δεν μπορούσαν να έχουν τα μελίσσια τους ανοιχτά στη γειτονιά. Και έτσι μια μέρα, δια νόμου, η πολύχρονη ενασχόληση του κυρ Αναστάση πήρε ενα δραματικό τέλος. "Πού να τα πάω ρέ αμερικάνε τόσα μελίσσια", αναφώνησε αγανακτισμένος. "Αφού δεν έχω ούτε γής, ούτε χωράφια. Με κλείσανε μικρέ, να το θυμάσαι, εμένα που δεν πείραξα ποτέ κανέναν".

Ακολούθησε κατακλυσμός αλλαγών και εξελίξεων. Χρεωκοπία, ελλείματα, Μνημόνια και Μεσοπρόθεσμα, spreads και μονάδες βάσεις. Ο απλοϊκός κόσμος του κυρ Αναστάση βούλιαξε μέσα σε ενα δαίδαλο απο νέους ακαταλαβίστικους όρους ενος καινούργιου και άγνωστου κόσμου Τί να καταλάβει ο κυρ Αναστάσης πια απο την καινούργια Ελλάδα; Οίκοι αξιολόγησης, ασφάλιστρα κινδύνου, κερδοσκόποι, πακέτα σωτηρίας.

Το πράμα αγρίεψε. Θα είναι "εθελοντική" η χρεωκοπία η "ελεγχόμενη"; Απο μπροστά ή απο πίσω το κούρεμα; Θα γίνει επιμήκυνση και σταδιακό re-profiling; Θα συμμετάσχουν οι ιδιώτες ή όχι; Θα μας εγγυηθεί η Ευρωπαϊκή τράπεζα τα ομόλογα ή όχι; Θα ανακάμψει επιτέλους η αξιοπιστία της χώρας και η πιστοληπτική της ικανότητα; Τί θέση να πάρει πια ο φουκαράς ο κυρ Αναστάσης στο ζήτημα της "εθελοντικής διακράτησης ομολόγων με συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών";

Και όπως η Ελλάδα έχει πια μουδιάσει γιατί κανείς πλέον δεν κατανοεί τίποτα, μούδιασα και εγώ όταν πληροφορήθηκα στο τηλέφωνο πως ο κυρ Αναστάσης ξαφνικά πέθανε. Το απλοϊκό και αγνό ανθρωπάκι της γειτονιάς μου, ο μάστορας μελισσοκόμος μας, δεν υπάρχει πιά. Χάθηκαν για πάντα τα υπέροχα μελίσσια του.

Και ξαφνικά, έκανα και εγώ μια απλοϊκή σκέψη, κατα τα πρότυπα της τίμιας και εργατικής τάξης που αντιπροσώπευε όλη του τη ζωή ο κυρ Αναστάσης. Και καλά ρε παιδιά, ακόμα κι άν όλα αυτά γίνουν κάποτε κατανοητά, ακόμα κι αν είναι αναγκαία, τώρα που χάθηκε ο κυρ Αναστάσης και τα μελίσσια του για πάντα, στον νέο και υπέροχο κόσμο της αυριανής Ελλάδας, ποιός ρε πούστη μου θα συνεχίσει να βγάζει τέλος πάντων καλό μέλι στο Αγρίνιο;

Wednesday, July 27, 2011

Τελειώνουν οι Παράδεισοι;

Κάθε ελληνικό σοσιαλιστικό χαϊβάνι ονειρεύεται και μια κρατικη ουτοπία όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι, o σεβασμός προς τον συνάνθρωπο χτυπάει ταβάνι, όλα είναι πληρωμένα, το κράτος παρέχει τά πάντα, ενώ ο κακός καπιταλισμός και η παγκοσμιοποίηση έχουν παραγκωνιστεί δια παντός. Για τη μεσογειακή και δυσλειτουργική Ελλάδα το τέλειο αυτο μοντέλο είναι το Σκανδιναβικό.

Είναι κατα τη γνώμη μου αλήθεια πως οι Σκανδιναβικές χώρες δημιούργησαν μια ιδιαίτερη σχολή σκέψης και συμπεριφοράς που μέσα απο τις δικές τους ιστορικές συνθήκες και δυναμικές δημιούργησαν ενα πραγματικό κοινωνικό θαύμα. Πίσω απο τη Σκανδιναβική επιτυχία κρύβεται μια θεμελιώδης και βασική φιλοσοφική αρχή, εκείνη της κοινωνικής συλλογικότητας. Κατα τη σκανδιναβική θεώρηση μια κοινωνία προοδεύει συλλογικά και όχι ατομικά. Αν μια κοινωνία δεν έχει αποδεχτεί βαθιά αυτή την παραδοχή, και επιμένει στην ατομική πρόοδο, πλουτισμό και επιτυχία, δεν μπορεί να μετατραπεί σε Σκανδιναβία.

Στη βάση της αρχής της συλλογικής προόδου, υπάρχει η ανάγκη της τιμιότητας. Δεν μπορεί μια κοινωνία να ασχολείται όλη μέρα με διαπλοκές, λοβιτούρες και φοροδιαφυγή και να αναμένει να προοδεύσει συλλογικά. Δεν μπορεί μια κοινωνία της οποίας η παραοικονομία φτάνει το 40% του ΑΕΠ της να επιθυμεί να έχει ενα καλό κοινωνικό σύστημα. Κάποιος πλούτος πρέπει να φορολογηθεί και να χρηματοδοτήσει όλες εκείνες τις υπέροχες κοινωνικές υπηρεσίες που ονειρευόμαστε. Στη Σκανδιναβία οι φορολογίες είναι αιματηρές σε όλα τα επίπεδα. Η δε τιμιότητα είναι εμφανέστατη σε όλες τις επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις.

Μέσα στο πάνθεον των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, οι Σκανδιναβικές χώρες αποτελούν κατα τη γνώμη μου ενα είδος παραδείσου. Επιμένουν στο δικό τους μοντέλο, που για τον υπόλοιπο κόσμο είναι ακαταλαβίστικο και φιλοσοφικά ανεφάρμοστο. Θα μπορούσε λοιπόν ενα συμβάν, όπως αυτό του Νορβηγού ψυχάκια που σκότωσε 100 αθώους συμπολίτες του να ανατρέψει δια παντός, φιλοσοφικά και πρακτικά, το ξεχωριστό και απίθανο αυτό Σκανδιναβικό μοντέλο;

Δεν γνωρίζω τί αντοχές θα επιδείξουν στο μελλον οι Νορβηγοί, οι Σουηδοί, οι Δανοί και οι Φινλανδοί, και ούτε έχω την διάθεση να προσυπογράψω ιστορικές εξελίξεις που με υπερβαίνουν. Αλλά υποπτεύομαι πως ναί. Οι κοινωνίες αυτές έχουν μια μεγάλη ευαισθησία στην ισορροπία του "μοντέλου" τους. Αν το έγκλημα γινόνταν απο εναν ξένο, η αντίδραση θα ήταν μίσος. Αλλά το έγκλημα έγινε απο εναν Νορβηγό. Και αυτό είναι ακομα χειρότερο.

Προστρέχει η μνήμη μου σε ενα υπέροχο δείπνο που είχα κάποτε με ενα ζευγάρι Νορβηγών σε ενα εστιατόριο της Κοπενχάγης. Ηταν και οι δύο τους εξαιρετικά μορφωμένοι και ανοιχτόμυαλοι. Μου μίλησαν θυμάμαι για τον κλειστό χαρακτήρα των Σκανδιναβών. Που αποφεύγουν τις έντονες προσωπικές συγκρούσεις, και τις υπέρφίαλες συναισθηματικές εξάρσεις. Που βρίσκουν πάντα μια λύση συγκαταβατική, λύση άμεσης διαπραγμάτευσης, αμοιβαίων υποχωρήσεων και κάποιων συμβιβασμών. Με αυτή τη μέθοδο διατηρούν τις ισορροπίες τους.

Μου μίλησαν και για την Ελλάδα. Για τον ήλιο που είδαν και αντίκρυσαν στην Κώ, στη Νάξο και την Κρήτη. Για το κρυφό όνειρο του κάθε Σκανδιναβού να ζήσει σε μια ηλιόλουστη πατρίδα. Ο μεσογειακός νότος ήταν γι αυτούς ενα είδος εξωτικού παράδεισου. Και αφού η Νορβηγία δεν διέθετε αυτό τον εξωτισμό, τον επιζητούσαν σε ταξίδια και διακοπές.

Αλλά εκεί που η συζήτηση έγινε έντονη και μπήκαν απόλυτες κόκκινες γραμμές, ήταν στο θέμα της Ευρώπης. Σε καμμία περίπτωση, μου είπαν και οι δύο, η Νορβηγία δεν πρέπει να είναι μέρος της ΕΕ. Ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά, ούτε οικονομικά, ούτε πολιτιστικά. Αν γίνει θα καταστραφεί, μου δήλωσαν κατηγορηματικά. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει φιλοσοφικά τη Νορβηγία, και ούτε η Νορβηγοί έχουν καμμία υποχρέωση να κατανοήσουν τους υπόλοπους. Οι Νορβηγοί δεν ψάχνουν για μοντέλα άλλων, μου δήλωσαν. Εχουν το δικό τους, και αυτό τους φτάνει και τους περισσεύει.

Είχα πάντα μια έντονη έφεση στον Αυτονομισμό. Μου άρεσαν εκείνοι που μέσα σε μια θάλασσα διαφορετικότητας επέμεναν στη ιδιαιτερότητά τους. Μου αρέσουν οι Γάλλοι του Κεμπέκ που επιμένουν γαλλικά μέσα σε μια θάλασσα απο αγγλοσάξωνες. Μου αρέσουν οι λευκοί της Αφρικής που αυτονομήθηκαν ευρωπαϊκά μέσα στη μαύρη ήπειρο. Το ξανάπα νομίζω και στο παρελθόν, μου αρέσουν ακόμα και οι χίππυδες που έκαναν κοινότητες σε εξωτικά νησιά. Μου αρέσουν και οι Νορβηγοί.

Δεν ξέρω αν τελειώνουν πλέον οι κοινωνικοί παράδεισοι του κόσμου, (αν και οι ενδείξεις είναι πάρα πολλές), αλλά όσο με αφορά, συνειδητά και προσωπικά, θα υποστηρίξω τους εντιμότατους Σκανδιναβούς όσο μπορώ. Για να μη χάσουν αυτό που συλλογικά δημιούργησαν. Ο κόσμος που ζούμε, στην πλειονότητά του, ακολουθεί πλέον το αγγλοσαξωνικό μοντέλο του ατομικισμού, της υπερκατανάλωσης και της προσωποποιημένης ευτυχίας. Δικαίωμά του. Δικαίωμα όμως και κάποιων να διαφέρουν. Και να αντιστέκονται.

--------------------
Δούλεψα κάποτε για δύο χρόνια στη Δανία. Η κοινωνία των Δανών ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη. Μια μέρα, ο πρόεδρος της εταιρίας έκανε μια αναφορά σε μια στατιστική του BBC για το θέμα της Ευτυχίας. Σύμφωνα με το BBC, οι ευτυχέστεροι άνθρωποι στον κόσμο ήταν οι Δανοί!! Μα είναι κατι τέτοιo δυνατόν, αναρωτήθηκαν όλοι. Οι Δανοί είναι γενικώς σοβαροί και ολίγον μελαγχολικοί τυπάδες. Για πάθος και εξάρσεις ούτε λόγος. Απο που έρχεται όλη αυτή η Ευτυχία; Η απάντηση ήταν στο ίδιο το άρθρο του BBC. Οι Δανοί ήταν οι ευτυχέστεροι άνθρωποι στον κόσμο για ενα απλό λόγο. Οι προσδοκίες τους στη ζωή ήταν οι χαμηλότερες όλων! Οταν δηλαδή είσαι στον απόλυτο πάτο των απαιτήσεων, ό,τι και νάχεις σε κάνει ευτυχέστατο.

Sunday, July 17, 2011

Μέρες μοναξιάς

Στις μακρινές πολιτείες του Νότου, υγρασία, απέραντα λιβάδια, ανεμοστρόβιλοι και μια ατέλειωτη απεραντοσύνη ενώνονται σε εναν απέραντο πνιγμό. Την καλοκαιρινή περίοδο, μέρος της γής φουντώνει άγρια και άναρχα φέρνοντας μαζί της και την φτερωτή μεξικανική ακρίδα. Αδύνατον να κοιμηθείς τα βράδια.

Απο το παράθυρο βλέπω το μικρό μπαράκι. Ξύλινο, σκοτεινό, με κάποια κόκκινα διαφημιστικά φώτα. Ανασπουμπώνομαι. Στην ηρεμία της νύχτας, ακούγεται ο μουσικός λυγμός μιας αργής και αυτοσχέδιας μουσικής. Η μουσική του νότου. Απο τα γενοφάσκια της. Η μόνη αμερικανική μουσική με αληθινούς στίχους που περιγράφουν ανθρώπινες ιστορίες. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω την πόρτα. Χάνομαι στο σκοτεινό χώρο.

Σαν απο νουβέλα του Ουίλλιαμ Φώκνερ, οι φάτσες του μπάρ είναι κι αυτές φτωχικές και εικονικές καρικατούρες του ληθαργικού νότου. Κάθομαι στην άκρη του μπάρ. Ζεσταίνομαι και υποφέρω απο μοναξιά. Πνίγομαι. Η μοναξιά είναι αρρώστια ξέρετε. Για καιρό με συνοδεύει συντροφικά και μου δίνει έμπνευση και δημιουργικότητα. Απόψε όμως με τσακίζει. Κουρασμένος κατεβάζω μια κρύα μπύρα.

Η κοπέλα του μπάρ είναι μια όαση ομορφιάς ανάμεσα σε εναν πανάσχημο κόσμο. Εχει χρόνο για όλους. Για μια μικρή συζήτηση. Η μουσική μ' έφερε εδώ, της εκμυστηρεύομαι. Την άκουγα μέσα στην νύχτα απο το απέναντι ξενοδοχείο. Είναι μια πανέμορφη μουσική. Για να την καταλάβεις, πρέπει να μυρίσεις τη μοναξιά του Νότου. Να νοιώσεις πάνω σου την υγρασία και την πλήξη του τοπίου. Να αφουγκραστείς το απέραντο επαρχιακό τοπίο που σε καλεί σε ενα όνειρο φυγής. Αλήθεια, σκέφτηκα, τί ακριβώς κράτησε εδώ τους πρώτους έποικους που έκαναν αυτόν τον απέραντο βάλτο πατρίδα;

Είμαι απο την Ελλάδα, της απαντώ. Την έχετε ακουστά; Είναι μια μακρινή πατρίδα. Μα ναί, μου απαντάει εκείνη και μου δείχνει μια αφίσα της Ακρόπολης στον απέναντι τοίχο. Το μαγαζί ανήκει στον κύριο Σάκη. Μας μιλάει συχνά για την Ελλάδα. Για τα βουνά της και τις όμορφες θάλασσές της. Ελαφρά ζαλισμένος υποθέτω, αφήνω πρίν φύγω ενα σημείωμα στην κοπέλα για τον κύριο Σάκη. "Κύριε Σάκη θα χαρώ να σας γνωρίσω. Μένω στο απέναντι ξενοδοχείο. Μάκης."

Απέραντες μέρες μοναξιάς τούτο το καλοκαίρι. Η υγρασία επιστρέφει ανελέητα κάθε νύχτα. Κουρασμένος και με μια πνιγερή αίσθηση μοναξιάς, παρατηρώ ξανά το μπαράκι απο το παράθυρο του ξενοδοχείου. Η μουσική με επισκέπτεται και πάλι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω ξανά στο μικρό μπαράκι.

Πολλά απο τα παιδιά του σχολείου μου έχουν ήδη φύγει, μου λέει απόψε η κοπέλα. Για τις μεγάλες πόλεις, την όμορφη Καλιφόρνια, την ανατολική ακτή. Και όπου υπάρχουν δουλειές.Άλλά εγώ δεν μπορώ και δεν θέλω να φύγω, μου εκμυστηρεύεται. Αγαπώ αυτόν τον τόπο. Εδώ είναι όλες οι αναμνήσεις μου. Και αυτή η μουσική που σας αρέσει. Η μουσική ξέρετε, καθορίζει την πατρίδα.

Μια κρύα μπύρα για να περάσει η βραδιά. Η περιθωριακή μουσική συνεχίζει νωχελικά. Σε αυθυποβάλει. Μέσα στη σκοτεινιά του μπάρ, μια φιγούρα ξεγλυστρά και κάθεται δίπλα μου. Ο μεσήλικας κύριος με τις βαθιές ρυτίδες και τα επαρχιακά εργατικά ρούχα με κοιτάει για λίγο επίμονα. Κατόπιν μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Στο πίσω μέρος του μπάρ, μπαίνουμε σε ενα μικρό γραφειάκι. Μαζεύει μερικά πράγματα απο γύρω του, και κατόπιν μου απευθύνει τον λόγο.

"Ο κύριος Μάκης;" Και καθώς του απαντώ καταφατικά, προτείνοντας με το ένα του χέρι ενα cd και με το άλλο ενα μπουκάλι, μου δείχνει την καρέκλα του γραφείου του. "Παρακαλώ, καθήστε κύριε Μάκη. Εχω καλό κρασί και Μάρκο Βαμβακάρη..."

Friday, July 15, 2011

Booze City

Η εταιρία ήταν γενναιόδωρη. Κάθε σάββατο βράδυ, μετά τη δουλειά, όλο το εργατικό προσωπικό μαζεύονταν στο απέναντι μπαράκι. Αντρες και γυναίκες. Τα παιδιά των Πωλήσεων πρωταγωνιστούσαν στην κρεπάλη. Ο Φίλιπ, που κάπνιζε αδιάκοπα και μιλούσε μια ακατάληπτη Λονδρέζικη γλώσσα γεμάτη ιδιωματισμούς και πολλές βρισιές, με πήρε υπο την προστασία του. Καθισμένοι στα ξύλινα τραπέζια ακούγοντας σκληρό λονδρέζικο ρόκ (μια απίθανα θυμωμένη μουσική), τα pints πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Κάποια στιγμή, ουραγός στην υπερπροσπάθεια, αντίκρυσα μπροστά μου, άθικτα, τέσσερα ακόμα pints μπύρας. Ο Φίλιπ και το γκρούπ της εταιρίας χοροπηδούσε, κάπνιζε και χειρονομούσε. Come on man, what the fuck...

Oι ημισοβαρές κοπέλες του γραφείου άρχισαν να ξεσαλώνουν άγρια. Ρούχα άρχισαν να βγαίνουν, ζητωκραυγές και σεξουαλικά υπονοούμενα. Ο Φίλιπ που κάπνιζε αδιάκοπα, άρχισε τώρα να σβήνει τα τσιγάρα πάνω στη μοκέτα του μπάρ. Τα δικά μου άθικτα pints έγιναν τώρα πέντε. Στράφηκα στο μόνο άτομο που έβλεπα νορμάλ στο τραπέζι. Η Σαμπίνα, ολλανδέζα της Αγγλίας ήταν η μόνη που δεν έπινε. Μετά απο κάποια συζήτηση μαζί της, της πρότεινα να πάμε για Ινδικό φαγητό. Ετσι κι αλλιώς κανένας αλλος δεν είχε διάθεση για φαγητό. Ενα φτηνό μεθύσι μπύρας έψαχναν. Λονδίνο, σκυλάδικο Σαββάτο.

Το ινδικό φαγητό ήταν υπέροχο. Καλά που υπάρχουν και οι ξένοι στην Αγγλία σκέφτηκα. Τί θα έτρωγαν αλλιώς οι Αγγλοι; Τί είδος κουζίνας θα είχαν; Η παρέα με την Σαμπίνα επίσης υπέροχη. Επρεπε να αφήσουμε το γκρούπ, μου είπε. Ενας Θεός ξέρει τί θα βρούμε επιστρέφοντας.

Το πρώτο πράγμα που αντικρύσαμε επιστρέφοντας ήταν το φορτηγάκι της κινητής κάμερας CCTV, και την αστυνομία να ψάχνει σωματικά τον ημιθανή Φίλιπ ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Εμετοί, αίματα και κάτουρα κοσμούσαν το πεζοδρόμιο. Το γκρούπ της εταιρίας είχε προφανώς μεθύσει και είχε πλακωθεί στις γρήγορες με ενα άλλο γκρούπ. Σκισμένα ρούχα, σακάκια πεταμένα στα λασπόνερα, γραβάτες μιξιασμένες, μερικά μονά και έρημα παπούτσια. Μερικοί ήταν ακόμα μέσα, ενας ξαπλωμένος στο πάτωμα, ένας αλλος αγνοούνταν στην τουαλέτα απο ώρα, άλλοι έπιναν ακόμα και χαχάνιζαν ημίγυμνοι. Πάνω απο πέντε εργαζόμενοι της εταιρίας δεν φορούσαν πια πουκάμισα.

Δώδεκα και 15' μετα τα μεσάνυχτα, το τελευταίο τρένο απο το κεντρικό Λονδίνο. Ενας ολόκληρος στρατός ημιθανών λεχρίτων, με βρωμερά και τσαλακωμένα ρούχα, φτύνοντας, παραπατώντας και τρικλίζοντας κατεύφθαναν στο σταθμό του τρένου. Καθ' οδόν, άλλοι έπεφταν απο τη σούρα, άλλοι κατουρούσαν στο κενό για αποσυμφόρηση. Στο βαγόνι η ίδια σκηνή. Μια κοπέλα με χιλιοτραβηγμένα ρούχα άνοιγε που και που την μπλούζα της σε μια ομάδα νεαρών. Εκείνοι ούρλιαζαν και χασκογελούσαν. Ενας πιτσιρικάς σηκώθηκε και της έδειξε τα γεννητικά του όργανα. "Μην την αγγίζεις!" φώναξε ενας τρίτος. "Εχει σύφιλη". Με τις ιαχές των βαρβάρων, έφτασα τελικά τον σταθμό του Richmond.

Περπατώντας προς το ξενοδοχείο, πέρασα πάνω απο τρείς ημιθανείς νεαρούς. Θα τους μάζευε το booze bus, πληροφορήθηκα, το λεωφορειάκι του δήμου που βγαίνει για να μαζέψει τις απώλειες του σαββατοκύριακου. Μπαίνοντας ανακουφισμένος στο χώρο του ξενοδοχείου, πέφτω πάνω στον μπάρμαν. "Μήπως θέλετε μια ακόμα μπύρα;" - με ρώτησε. "Ξέρετε, ο νόμος άλλαξε και τώρα μπορείτε να πιείτε όσο μπορείτε μέσα στο ξενοδοχείο. Τέρμα η παραδοσιακή τυραννία των εντεκάμιση..."