Sunday, March 20, 2011

Στα όρια του κόσμου



Φρανσίσκο Καμάτσο αγαπητέ μου, Ντόν Καμάτσο αν προτιμάτε, είπε ο καινούργιος του γείτονας, ο πρώτος που τον επισκέφτηκε απο τη μέρα που έφτασε στο νησί. Δουλεύω στην εφημερίδα, ξέρετε. Να με διαβάσετε. Αφηγούμαι εκεί ιστορίες που εφευρίσκω την προηγούμενη μέρα. Γυναίκες που απατούν τους άντρες τους, τυχοδιώκτες που φτάνουν στην ακτή αυτής της γής, άγριες δολοφονίες και μυστήρια, περιγράφω τέλειες ζωές αλλά και απόλυτες δυστυχίες, αποδράσεις απο φυλακές, μάχες και έρωτες. Στο δημαρχείo της πόλης, στα παλιά σκονισμένα αρχεία που κανείς πλέον δεν επισκέπτεται, απο εκεί παίρνω τις ιστορίες μου. Και τις διασκευάζω κατα τις επιθυμίες μου. Τεράστια η απήχηση. Εχετε και εσείς κάποια ιστορία, υποθέτω. Θα θέλατε να γράψω ένα ωραίο άρθρο για σας;

Ανοιξε τα παράθυρα και ο ήλιος και η μυρωδιά της θάλασσας πλημμύρισε το σπίτι. Ηταν στον παράδεισο. Μια λουλουδιασμένη γή απλώνονταν απο την ακτή μέχρι την κορυφή των βουνών, απο την απεραντοσύνη της θάλασσας μέχρι τον ουρανό. Ηταν άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, ευτυχισμένος και εκστασιασμένος. Θα χανόνταν σε μια καινούργια ζωή, θα άλλαζε συνήθειες, όνειρα και συνείδηση. Ισως,σκέφτηκε, να άλλαζε και το ονομά του. Θα επέλεγε ενα όνομα καινούργιο, εύηχο και ουδέτερο. Να μην προδίδει ούτε την καταγωγή του, ούτε τις προτιμήσεις του, ούτε το παρελθόν του. Κάτι σαν όνομα εταιρίας που να προφέρεται απο όλους, σε όλες τις γλώσσες. Θα κατασκεύαζε εναν καινούργιο κόσμο, μια καινούργια ζωή. Θα ρωτούσε και τον Ντόν Καμάτσο που ήταν ειδικός στις "κατασκευές". Γέλασε με τη σκέψη του. Μάλλον είχε τρελαθεί.

Κατέβαινε συχνά την κατηφόρα του δρόμου, προς την υπαίθρια αγορά με τους μικροπωλητές. Στη μικρή πλατεία με τις πραμάτιες, αντίκρυ στην παλιά εκκλησία των ισπανών και το φάρο που αγνάντευε το πέλαγος, στάθηκε για λίγο χαζεύοντας το άγαλμα του άγνωστου ήρωα της περιοχής, έργο κάποιου φοιτητή των καλών τεχνών. Βίκτωρ Καστίγιο. Κρατούσε ενα σπαθί στο ενα χέρι και ενα βιβλίο στο άλλο. Μάλλον θα ήθελε να ξεκινήσει κάποια επανάσταση και να μορφώσει τον πληθυσμό. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τη θάλασσα. Μάλλον θα αγνάντευε τη μακρινή Ευρώπη. Η ζωή του κινούνταν στα όρια της φαντασίας. Ιδεολόγος.

Απλωσε μπροστά του την εφημερίδα και έψαξε το άρθρο που του πρότειναν. Ηταν νύχτα, έλεγε η ιστορία, oταν ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι απο την πίσω πόρτα. O Nτόν Καμάτσο, αρθρογράφος της εφημερίδας Santo Domingo Noticias βρισκόνταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του και πληκτρολογούσε ενα άρθρο. Δεν άκουσε έτσι τα βήματα του βραδινού του επισκέπτη, και όταν το αντελήφθει ήταν πλέον αργά. Ακουσε μονάχα κάποια φωνή στη κουζίνα, και ανήσυχος παράτησε τη γραφομηχανή του και έτρεξε στις σκάλες. Μπαίνοντας στην κουζίνα αντίκρυσε με δέος τη γυναίκα του να σπαρταράει απο τους πόνους πνιγμένη στα αίματα. Στο πάτωμα της κουζίνας, πάνω στα ξερά αίματα, διαγράφονταν ακόμα οι άγνωστες πατημασιές του δράστη..."

Ο νέος εξωτικός παράδεισος του άρεσε. Απλοί άνθρωποι οι ντόπιοι, απλές και λιτές οι ζωές τους, απλοϊκές και παιδαριώδεις οι σκέψεις τους. Αλλά μέσα στη μουσική τους και τη θρησκευτική τους ευλάβεια έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Απο το μεγάλο χάρτη αυτού του κόσμου, είχε επιλέξει μια ήρεμη και εξωτική γωνιά για να απολαύσει τον έρωτά του. Είχε ίσως πιο πολλά απο τους ντόπιους. Είχε κάποια γή, ενα πανέμορφο σπίτι στη θάλασσα, μια αυλή γεμάτη λουλούδια και εξωτικά δέντρα, μια αποθήκη γεμάτη φρούτα μπαχαρικά και φαγητά, άλογα και φτηνή υπηρετική βοήθεια. Αυτόνομος και ελεύθερος θα έφτιαχνε εδώ τη βάση του. Μαζί με τη γυναίκα που αγαπούσε. Ηταν μια μοναδική ευκαιρία.

Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που έφτασε άγνωστος σε τούτες τις ακτές. Στις διάφορες παρέες και μπάρ της πόλης, και απο φίλους που έρχονταν στο σπίτι, είχε συλλέξει μια απέραντη συλλογή απο ιστορίες ανθρώπων που ήρθαν εδώ απο ιδεολογία και ανάγκη να ξεφύγουν τις μεγάλες και κουραστικές κοινωνίες, τα μεγάλα σχήματα και τα τυραννικά καθημερινά τρεχάματα της βιοπάλης. Άν και κανείς δεν ήξερε σίγουρα τί ακριβώς ήταν και πρέσβευε ο καθένας τους, μια μικρή κοινότητα ήδη υπήρχε απο πολίτες που στις προηγούμενες ζωές τους έρχονταν απο αλλού, τη μακρινή Ευρώπη και την Αμερική. Τώρα θα έμπαινε κι αυτός στη μικρή τους κοινότητα.

Ετρεξε την παραλία με το άλογο αναπνέοντας την αύρας της θάλασσας. Ο ήλιος έκαιγε το κορμί του ηδονικά, ένοιωθε νέος, υγιής και δυνατός. Κάπου στο τέλος της πανέμορφης παραλίας, βρήκε μια σειρά απο φοίνικες. Κάθισε στη σκιά τους και αγνάντεψε τη μαγική θάλασσα. Στον μακρινό θαλάσσιο ορίζοντα φαντάστηκε τα καράβια των ισπανών να φτάνουν. Ηταν το πρώτο ταξίδι τους στο μακρινό εξωτικό νέο κόσμο. Ξάπλωσε στη σκιά των δέντρων να ξεκουραστεί.

Στη μαγεία της θάλασσας, διάβαζε αργά και το ιστορικό του βιβλίο. Στο δημαρχείο της πόλης είχε βρεί τη μόνη αφήγηση για τον επαναστάτη του αγάλματος. Ωραίος επαναστάτης τούτος ο Βίκτωρ. Είχε έρθει στο νησί με μια γαλλίδα ερωμένη που υπεραγαπούσε. Διαποτισμένος απο τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης ξεκίνησε εδώ μια άλλη επανάσταση οργανώνοντας τους ντόπιους. Ηθελε να φτιάξει μια Γαλλία στους τροπικούς. Αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Η Ευρώπη ήταν μακριά και οι οργανωμένες ομάδες των ντόπιων τον πολεμούσαν ανελέητα. Τα παραδείσια νησιά δεν χρειαζόνταν επαναστάτες. Μόνον ντόπιους άρχοντες.

Ανακάτεψε τη ζεστή άμμο με τα πόδια του και τεντώθηκε ακόμα περισσότερο. Ηλιος και θάλασσα έλουζαν τώρα το κορμί του. Στον ορίζοντα τα καράβια των ισπανών είχαν σχεδόν φτάσει στην αμμουδιά της ακτής, άκουγες θαρρείς τις φωνές του. Η Ευρώπη ανακάλυπτε τον Νέο Κόσμο. Ενοιωσε τα μάτια του κουρασμένα απο τη νύστα, να κλείνουν πάνω στις σελίδες του βιβλίου. Μέσα στη ηδονή της ζέστας και τις φωνές των ισπανών που έσερναν τις βάρκες στην ακτή, το μυαλό του ζαλισμένα αφομοίωσε την επόμενη παράγραφο του βιβλίου.

"Το τέλος του Βικτωρ Καστίγιο ήταν τραγικό. Ηταν νύχτα oταν ο δολοφόνος μπήκε στο σπίτι του απο την πίσω πόρτα. O Βίκτωρ, καθόνταν εκείνη τη στιγμή στο γραφείο του και έγραφε κάποιο άρθρο για την επανάσταση. Δεν άκουσε έτσι τα βήματα του βραδινού του επισκέπτη, και όταν το αντελήφθει ήταν πλέον αργά. Δέχτηκε μια σειρά απο θανάσιμα χτυπήματα και έπεσε κάτω αίμοφυρτος. Πέθανε απο αιμοραγία εγκατελλειμένος, μέχρι που η γαλλίδα ερωμένη του τον βρήκε νεκρό λίγο αργότερα. Στο πάτωμα της κουζίνας, πάνω στα ξερά αίματα, διαγράφονταν ακομα οι άγνωστες πατημασιές του δράστη..."

Saturday, March 19, 2011

Paz no Rio

Η Τζέννιφερ ήρθε στο ραντεβού με το ποδήλατο. Κόκκινα μακριά μαλλιά, κόκκινα σκουλαρίκια, κόκκινα βραχιόλια, μακρύ κολιέ με κόκκινες χάντρες, κόκκινα παπούτσια. Σήμερα η Τζέννιφερ ήταν κόκκινη. Την τελευταία φορά που την είδα ήταν μπλέ. "Ντύνομαι στο China Town."με πληροφόρησε."Με ό,τι λάχει."

Την κοίταξα για λίγο επίμονα, προσπαθώντας να συνδυάσω αυτό που έβλεπα με εκείνο που θυμόμουν. Η γυναίκα-αίνιγμα μάλλον διασθάνθηκε τη σκέψη μου και πέρασε στην αντεπίθεση. "Καμμία σχέση με τότε", απάντησε χωρίς να περιμένει την ερώτηση. "Σήμερα τα πράγματα είναι παντού χειρότερα. Μόνον στη Νέα Υόρκη υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άστεγοι. Για επαναστάτες ούτε λόγος. Δεν υπάρχουν κάν εθελοντές. Ωρα τώρα για καφέ."

Αδειασε στο τραπέζι τα δώρα που μούφερε. Βιβλία. Κοινωνικές ιστορίες και ανθρώπινα δράματα. Για τα γκέτο των ανθρώπων που ζούνε σαν σκουπίδια, παιδιά που χάθηκαν για πάντα, ακτιβιστές του δρόμου και σκάνδαλα. Απέραντα σκάνδαλα. "Πάρε και τούτο", συνεχίζει. "Τίνα Ρόζενμπεργκ, Τα παιδιά του Κάιν. Διαβάζεται εύκολα. Μιλάει για τα παιδιά που χάθηκαν. Κάπως έτσι είναι παντού. Μακριά απο τα αμερικανικά προάστια η ζωή ειναι απλά ανάποδα."

Eίχε μόλις επιστρέψει. Προσχαρη και αισιόδοξη, αλλά ανήσυχη και εκ βαθέων αλλαγμένη. Για μήνες έβλεπε απο το παράθυρό της τις φιγούρες να κατηφορίζουν και να ανηφορίζουν μπαινοβγαίνοντας στα θλιβερά σπιτάκια με τα αυτοσχέδια οικοδομικά υλικά, τις πέτρες, τα τούβλα, τους τσιγκους. Πανιά στις πόρτες, κουρελούδες στα παράθυρα, ανοιχτά νερά που τρέχουν, φωνές που κάναν έρωτα, παιδιά να κλαίνε, γέλια, μουσικές και μυρωδιές απο φαγητά.

Και πολύ φολκλόρ η φτώχεια του αλλουνού, με πληροφόρησε, κάτι σαν Jurassic Park εξαθλιωμένων. "Ολη η πόλη είναι στην ουσία ενα θεατρικό αντάρτικο. Ακόμα και οι τουρίστες θέλουν τώρα να κάνουν εκδρομες μέσα στις φαβέλες, να δούν κανα παιδάκι με Ούζι, να αφουγκραστούν τη σεξουαλικότητα της χώρας, τον κοινωνικό της ξεπεσμό, να μυρίσουν λίγο θάνατο και ξεσηκωμό. Οι φτωχοί έχουνε πιάσει τα καλύτερα οικόπεδα της πόλης, οι άλλοι θέλουν απλά να τους "ξυρίσουν", έρχονται σε λίγο και οι Ολυμπιακοί. Πάνω απο δεκα χιλιάδες οι νεκροί μέχρι τώρα απο τις μάχες με την αστυνομία." Για το τί γίνεται εκεί μέσα θα τα γράψει στο δικό της βιβλίο. Το υλικό που έφερε είναι τεράστιο.

Και πυροβολισμοί. Τα βράδια το ελικόπτερο δεν την άφηνε να κοιμηθεί απο τις περιπολίες, κι έτσι καθόταν στο παράθυρο και το χάζευε που ανεβοκατέβαινε. "Κάθε μπάμ και νεκρός βέβαια, τους έβλεπες που τον φόρτωναν κατόπιν με τις κουβέρτες". Κοιμόσουνα τα βράδια Τζέννιφερ; Eδωσε μια περίεργη απάντηση, κάτι φιλοσοφικό και αλήτικο. Καθένας με τη ρουτίνα του. Εκείνη κάθε πρωί μάζευε τα χαρτιά της, σαντάλια, τσιγάρα, κουτιά με φάρμακα, ενα μπουφάν φωτογράφου με τις τσέπες γεμάτες στυλούς, φίλμ και αντικείμενα της δουλειάς, και έβγαινε στο σοκάκι. Την περίμεναν στο "κέντρο".

Γυναίκες που ήθελαν κάποιον να μιλήσουν, θύματα αλκοολισμού και απίθανης κακοποίησης, παιδιά που ήθελαν γάλα, φαγητά, φάρμακα, βιβλία. Και εκείνη έτρεχε παντού να οργανώσει τις ομάδες, να καταγράψει τα παράπονα, να μοιράσει τα κουτιά με τα υλικά, να μιλήσει σε εκείνους που έπρεπε, να κάνει τις απαραίτητες συμμαχίες. "Η απελπισία της απόλυτης φτώχειας είναι μια μούχλα που τρώει το μυαλό και το κορμί. Αυτό έμαθα εκεί. Οργανωμένες ληστείες, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, παιδική πορνεία, αρρώστιες. Και πολύ αντίδραση. Είναι τόσο σπασμένο το κοινωνικό συμβόλαιο, τόσο σάπια αυτή η πόλη, που οι εκρήξεις είναι εφιαλτικές. Οι αστυνομικοί σκοτώνουν τους νάρκος, οι νάρκος σκοτώνουν τους εμπόρους, και όλοι μαζί σκοτώνουν τα παιδιά. Νάξερες πόσες φορές έχασα τις αισθήσεις μου απο την αηδία..."

Είχε αγοράσει εκεί και ενα σπίτι. Ηταν ο μόνος τρόπος να συνεχίσει να ζεί στη Βραζιλία.Το κτιριακό συγκρότημα οπου ζούσε ήταν καλά φυγαγμένο. Απο ολόκληρο στρατό. Πολλοί πηγαινοέρχονταν στη δουλειά με ελικόπτερο. Η Βραζιλία έχει τις περισσότερες ιδιωτικές εταιρίες ελικοπτέρων στον κόσμο, είπε με ύφος κυνικό, εκείνη είχε πιο πολλούς ανθρώπους με όπλα να της φυλάνε το σπίτι απ' οτι ο πρόεδρος της χώρας το προεδρικό του μέγαρο. Τώρα θα πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στο Ρίο και τη Νέα Υόρκη.

Το γκαρσόνι φέρνει τους καφέδες. Η Τζέννιφερ ανακατεύει τον καφέ της νωχελικά. "Χαθήκαμε μωρό μου" αναστενάζει. "Νά, που με βρίσκεις", λέει προσφέροντάς μου την καρτά της. Patrice Τ. Αυτό είναι το αληθινό της ονομα. Η Τζέννιφερ είναι η Patrice. Πάντα η Patrice ήτανε, εκτός απο μια και μόνον εποχή που έγινε εξ ανάγκης Τζέννιφερ για λόγους ασφαλείας. Σε μια απίθανη ανθρωπιστική θητεία τόσο ξεχωριστή, απίθανη και επικίνδυνη, που είναι ακόμα θαυμαστό πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που την επιλέγουν εθελοντικά.

Γόνος πάμπλουτης οικογένειας επωνύμων, πάντα ήθελε να είναι κάποια άλλη. Ηθελα να τη ρωτήσω αν είχε πράγματι γεννηθεί με το μυθικό ποσό που της καταλόγιζαν μερικοί, αν φοβόταν όσο καιρό ήταν στο Ρίο. Την είχα γνωρίσει σαν Τζέννιφερ, σαν Τζέννιφερ μου άρεσε, Τζέννιφερ θα την κρατούσα στο μυαλό μου. Μια χύπισσα κοκκινομάλα, με ενα ποδήλατο. Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω όσα σκεφτόμουνα.

Το νέο "κέντρο" που ετοίμαζε θα γινόνταν στο Queens. "Εκεί τώρα μεταφέρεται ο ανάποδος κόσμος. Ιδια προβλήματα, να ξέρεις, φαγητά, φάρμακα βιβλία. Μόνον που εδώ είμαι επώνυμη." Αυθόρμητα και ξαφνικά, με σφίγγει στην αγκαλιά της, καθώς η ώρα του καφέ έχει τελειώσει, και κατευθύνεται όπως πάντα, προς το "κέντρο". "Να μη χαθούμε πάλι", μου φωνάζει με τον απλό και όμορφο τρόπο της, ενώ ετοιμάζεται να φύγει με το ποδήλατο.

Καθώς την κοιτάω να ξεμακραίνει, η γυναίκα μυστήριο ξαναμαντεύει τη σκέψη μου και επιστρέφει. "Η μητέρα μου είχε χάσει τα μυαλά της όταν της είπα πού ήθελα να κάνω το διδακτορικό μου", λέει τελικά με απόλυτη φυσικότητα. "Εκλαιγε όλη μέρα. Ηθελε να με εμποδίσει, να μου στείλει σωματοφύλακες. Ναί, φοβήθηκα πολύ στη κόλαση που πήγα, στην αρχή έκανα εμετούς τα βράδια, ήθελα να φύγω. Αλλά με είχαν κρύψει καλά πίσω απο χαρτιά και ψεύτικα ονόματα. Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημα. Δεν μου έκαναν κάν την τιμή μιας απαγωγής..."

------------------------------------------------------------------
*Το πόστ αναφέρεται στη φαβέλα Ροσίνια, μια απο τις μεγαλύτερες στο Ρίο. Εχει πληθυσμό 250 χιλιάδες, και είναι στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο καλές περιοχές. To βασίλειο της ανισότητας.

** Τη Τζέννιφερ τη γνώρισα κατα τη διάρκεια ενός πανεπιστημιακού ταξιδιού στο Ρίο, το τέλος της δεκαετίας του 80. Ελληνικής καταγωγής (απο τη Μάνη), ο παππούς της διετέλεσε κάποτε πρόεδρος της Mobil Oil. Ξανασυναντηθήκαμε κατόπιν στη Νέα Υόρκη όπου έμαθα και την πραγματική της ταυτότητα. Στο παρελθόν υπήρξε και κουμπάρα μου. Ηρθε καθυστερημένα στο γάμο, οδηγώντας ενα ενοικιασμένο φορτηγό με το δώρο της - μια κρεβατοκάμαρα(!)

***Ποτέ μου δεν θεώρησα πως ο Μητσάρας απο το Πέραμα που ψηφίζει Αλέκα και ακούει Καζαντζίδη, αγαπάει περισσότερο τον συνάνθρωπο, ή διακατέχεται απο περίσσιες ανθρωπιστικές ευαισθησίες απο κάποιον που γεννήθηκε στην Εκάλη, έχει πέντε πτυχία και ψωνίζει Κολωνάκι και Λονδίνο. Ο ανθρωπισμός, όπως και η Ευτυχία και ο Ερωτας, είναι εντελώς προσωπικά θέματα. Κι αν ποτέ μου αφαίρεσα απο κάποιον το δικαίωμα να διεκδικήσει τη δική του προσωπική φιλανθρωπία, είτε λόγω πλούτου, είτε λόγω ταξικής καταγωγής, η Tζέννιφερ με έπεισε για το αντίθετο.

****"Paz no Rio" (Ειρήνη στο Ρίο). Σύνθημα τοίχου και διαδήλωσης.


Monday, March 14, 2011

Ιαπωνία

Την ώρα της βιβλικής καταστροφής της, τη φέρνω στο μυαλό μου σαν μια απο τις πιό θαυμαστές χώρες που ήμουν τυχερός να επισκεφθώ, ενας χώρος εσωστρεφής και ξένος, απόμακρος και μυστηριώδης, μα και συνάμα σεβάσμιος και αξιοπρεπής. Διατηρούσε το τοπίο της όπως ο κηπουρός τον κήπο, καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, μια κοινωνία που απο τα βάθη της Ιστορίας άνοιξε με τη βία στον έξω κόσμο, και ενώ αρίστευσε σε γνώση και υπερμοντερνισμό, κράτησε συνάμα σαν φυλαχτά και εκείνα που αγαπούσε και ήταν κομμάτια της ψυχής της. Mαθημένη απο τις καταστροφές, η Ιαπωνία σήμερα ξαναδοκιμάζεται. Μα θα αντέξει πιστεύω. Απο υπερηφάνια, αγάπη προς τη σκληρή δουλειά και σεβασμό προς την Ιστορία της.

Μπήκα μια μέρα στα έγκατα της ψυχής της, χαμένος για λίγες μέρες στις μαγικές ιστορικές της πόλεις, το Nikko, την Kamakura, και το πανέμορφο Kyoto, που γλύτωσε παρα τρίχα μια άλλη βιβλική καταστροφή, τον αμερικανικό βομβαρδισμό του 2ου παγκοσμίου πολέμου, που ήταν στα σκαριά να δημιουργήσει μια ασιατική "Δρέσδη", και που κάποιοι ευσυνείδητοι ακαδημαϊκοί κατάφεραν να πείσουν τον αμερικανό πρόεδρο να ματαιώσει. Ο ήχος μιας ξύλινης καμπάνας ηχούσε καθώς έπαιρνα αυτή την ανηφόρα, σε ενα τοπίο αιώνων που φιλοξενούσε πανέμορφα χειροποίητα τέμπλα, λιτά νεκροταφεία και μανικιουρισμένους εξωτικούς κήπους. Στους ξύλινους πανάρχαιους ναούς, οι επισκέπτες άφηναν καποιες γραπτές ευχές για τους νεκρούς και τη ζωή. Εκεί ένοιωσα τόν απόλυτο σεβασμο και δέος του κόσμου προς τον πολιτισμό που κουβαλάει. Δύο πράγματα είναι αμέσως αντιληπτά σ' αυτή τη χώρα. Η καθαριότητα και ο σεβασμός πρός τη φύση, και το υπέρμετρο βάρος της Ιστορίας.

Ενας εσωστρεφής και ορθολογικός λαός, οι Ιάπωνες τηρούν με συνέπεια μια σειρά απο συμπεριφορές ποτισμένες απο πανάρχαιους συμβολισμούς και τελετουργίες αιώνων. Στα θέατρα της χώρας η θεατρική θεματολογία κρατάει ακόμα απο την εποχή των Σαμουράϊ και των οργανωμένων φέουδων, πνιγμένη στην πανδαισία των χρωμάτων της φύσης και των πολεμικών στολών και κιμονό που εναλλάσσονται στη σκηνή με μουσική υπόκρουση και μουρμουρητό αιώνων,σε μια ατμόσφαιρα πλήρους κατάνιξης, ησυχίας και ακινησίας. Κάποια θεατρικά έργα διαρκούν 8 ώρες! Και στα μικρά εστιατόρια όπου τα φαγητά εκτίθενται σε ανοιχτή θέα με περιγραφή και τιμές, θυμάμαι ακόμα την υπόκλιση της υποδοχής και της αποχώρησης, σεβασμός και αυτός προς τον άγνωστο πελάτη που επέλεξε το μικρό οικογενειακό μαγαζί για το φαγητό του.

Η αισθητική της αγοράς έχει την αίσθηση της γειτονιάς και μια αφοπλιστική απλότητα. Παρόλη την κουλτούρα της εργασιομανίας και της ξέφρενης παραγωγής που εκτόξευσε τη χώρα απο τις στάχτες σε μια βιομηχανική υπερδύναμη, το στοιχείο της υπερβολής, τόσο αληθινά έντονο στην Αμερική και τόσο μιμητικά ψεύτικο στην Ελλάδα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δεύτερη διάσταση της Ιαπωνικής ψυχής, εκείνη της λιτής και απλοϊκής ύπαρξης. Παντού, οι δύο Ιαπωνίες, εκείνη του ηλεκτρονικού υπεμοντερνισμού και η άλλη της ιστορικής απλότητας, γίνονται έντονα αισθητές και συνυπάρχουν υπέροχα. Απο το ντύσιμο μέχρι την αγορά.

Την είδα απο μακριά να διασχίζει την κόκκινη γέφυρα του πάρκου. Με το κιμονό. Αργό περπάτημα, χαμόγελο και ηρεμία. Ξεπέρασα τον δισταγμό μου να της ζητήσω μια φωτογραφία. Τηρώντας το ιαπωνικό πρωτόκολο, υποκλίθηκα με σεβασμό και της μίλησα. Υποκλίθηκε και εκείνη ευγενικά με ένα πλατύ χαμόγελο, και υποκλινόμενη με τη σειρά της, μου επέτρεψε τη φωτογραφία. Ηταν μια μαθήτρια γυμνασίου που συνήθως ντύνονταν με μπουζάκια απο τα καλάθια της λαϊκής, αλλά τις κυριακές ζώνονταν την παράδοση της χώρας της και έβγαινε βόλτα στο πάρκο. Ηταν η προσωποποίηση των δύο Ιαπωνιών. Την έφερα στο μυαλό μου καθώς άκουσα και είδα τον τρομακτικό σεισμό της καταστροφής. Ελπίζω να είναι καλά. Το όνομά της ήτανε Yukari. Μου χάρισε μία απο τις ομορφότερες φωτογραφίες που τράβηξα ποτέ μου.

--------------------------
All pictures by Locus Publicus, free for public use
Japan

--------------------------

Massive earthquake hits Japan
Japan: earthquake aftermath
Japan: Vast devastation
Japan: New fears as the tragedy deepens
Japan: Continuing crisis
Japan: Hopes fade for finding more survivors
Japan: One week later

Saturday, March 5, 2011

Ξόμπλια και κρόταλα

Εψαχνα να σε βρώ αλλα εσύ δεν ήρθες, παραπονέθηκε καθώς ανακάθησε στη ψάθινη καρέκλα. Μ' έριξες, δεν ήρθες. Αλλα εγώ πάντα σε σκέφτομαι και σ' αγαπάω. Eκλεισε κατόπιν τα μάτια, σφίχτηκε σαν να υποφέρει, τινάχτηκε απο τα νεύρα του σαν να καθόταν σε καρφιά, και έγυρε το κεφάλι του προς τα εμπρός. Εκλαιγε...

Και τούτα τα τούρκικα καλντερίμια που κάποτε ήταν το σπίτι του, στένεψαν σε πλάτος, κόντυναν σε ύψος και ρημάδιασαν. Χαθηκε και το σπίτι που ήξερες, με τις πορτοκαλιές, τα τριαντάφυλλα, το πλυσταριό της παλιάς εποχής. Το πάτωμα στο υπνοδωμάτιο είχε γύρει επικίνδυνα, τα πίσω παράθυρα ήταν σάπια και τώρα τα κρατούσε κλειστά, το καντύλι που έκαιγε τις νύχτες έκανε ανταύγιες απο σκιές στον τοίχο και τον φόβιζαν. Αδύνατον να έμενε εκεί για πολύ. Και ο δρόμος προς την αγορά ήταν κι αυτός γεμάτος φαντάσματα, σκιές που τον κυνηγούσαν και παγίδες. Αβατος δρόμος. Τρόμαζε ακόμα και την ημέρα. Φοβάμαι, παραπονέθηκε, φοβάμαι...

Μα η τρομερή στιγμή ήταν τη νύχτα. Ξόμπλια και κρόταλα αντηχούσαν στο κεφάλι του, ο βραδινός ήχος του φόβου και του θανάτου. Μαζευόνταν στη γωνιά του και έτρεμε. Και άπλωνε έτσι το χέρι να αρπάξει το μπουκάλι της απόδρασης, να πιεί και να χαθεί στο μόνο κόσμο που αισθανόταν άνετα, έστω για λίγο, να χαθούν φαντάσματα, ουρλιαχτά και φωνές, μέχρι το φώς της ημέρας να τον ξαναβρεί σχεδόν αναίσθητο, χλωμό και πανιασμένο στο κρεβάτι. Γεματο ιδρώτα και αγωνία να ξεκινήσει μια ακόμα μέρα. Μια ακόμα άχρηστη και τυραννική μέρα γεμάτη βασανιστήρια. Γι αυτό σ' έψαχνα, παραπονέθηκε. Αλλα εσύ δεν ήρθες...

Πήρα το μικρό μονοπατάκι να τον βρώ. Εκεί στο τέλος του δρόμου ήταν τώρα το σπίτι του. Εκεί ζούσε πια γιατρεμένος και ήσυχος. Ανάμεσα στα δέντρα, στα λουλούδια και το φώς. Καποια νύχτα, άνοιξε λέει το παράθυρο. Η αύρα της θάλασσας άγγιξε το κορμί του. Τί ώρα είναι; - αναρωτήθηκε. Ανοιξη, ήταν η απάντηση. Και η μυρωδιά απο το γιασεμί που κάποτε αγαπούσε, ξάφνου τον τρομοκράτησε. Αδύνατον, σκέφτηκε. Αδύνατον να περάσει κι άλλο ενα καλοκαίρι. Μέσα σ' αυτές τις μυρωδιές, την αύρα και μυρωδιά της θάλασσας, παρέα με τα γιασεμιά και τα χλωμά ξόμπλια της νύχτας. Ομορφιά κι ασχήμια δεν είχαν πια καμμιά διαφορά. Ηταν μέρος του ίδιου βασανιστηρίου. Το μαρτύριο της φρικτής επανάληψης.

Τον βρήκα τελικά στον ήρεμο και τελικό του τόπο. Αναψα και το καντήλι του. Ηταν θαμμένος σ' ενα λιτό τάφο, με λίγα λουλούδια που πιά είχαν μαραθεί, και ενα σταυρό που έφερε το όνομά του. Χωρίς άλλα στοιχεία και πληροφορίες. Εκείνη η άνοιξη ήταν η πιο δύσκολη. Και η τελευταία. Πέρασε τελευταία φορά απο το στενό καλντερίμι που μεγάλωσε παιδί, ανάπνευσε το γιασεμί της γειτονιάς, και πέρασε στο μικρό του δωμάτιο. Ηταν αποφασισμένος. Ξέσπασε πάνω στο μισό μπουκάλι που είχε απομείνει, και σαν αισθάνθηκε να ζαλίζεται, έβαλε αυτί μέσα στη νύχτα. Ο μακρινός ήχος με τα νταούλια ακουγόταν να πλησιάζει. Τα βραδινά του ξόμπλια ζύγωναν. Εσυρε τα πόδια του όσο μπορούσε να τον μεταφέρουν στο σημείο που ήθελε και είχε υπολογίσει. Και σαν έφτασε, αγνάντεψε την απεραντοσύνη της φριχτής νύχτας, μια τελευταία τζούρα απο τη θάλασσα, μια τελευταία σκέψη. Κι αφέθηκε απλά στο κενό να τον λυτρώσει...

Ξάδελφος, φίλος και σημείο αναφοράς της νιότης. Κρύφτηκε για κάμποσα χρόνια πίσω απο το αλκοόλ, πριν τον καταπιεί ημίτρελλο η άβυσσος μιας απέραντης και σιωπηλής κατάθλιψης. Πήγα τελικά να τον βρώ που μ' έψαχνε, αλλά εκείνος είχε φύγει...