Η Τζέννιφερ ήρθε στο ραντεβού με το ποδήλατο. Κόκκινα μακριά μαλλιά, κόκκινα σκουλαρίκια, κόκκινα βραχιόλια, μακρύ κολιέ με κόκκινες χάντρες, κόκκινα παπούτσια. Σήμερα η Τζέννιφερ ήταν κόκκινη. Την τελευταία φορά που την είδα ήταν μπλέ. "Ντύνομαι στο China Town."με πληροφόρησε."Με ό,τι λάχει."
Την κοίταξα για λίγο επίμονα, προσπαθώντας να συνδυάσω αυτό που έβλεπα με εκείνο που θυμόμουν. Η γυναίκα-αίνιγμα μάλλον διασθάνθηκε τη σκέψη μου και πέρασε στην αντεπίθεση. "Καμμία σχέση με τότε", απάντησε χωρίς να περιμένει την ερώτηση. "Σήμερα τα πράγματα είναι παντού χειρότερα. Μόνον στη Νέα Υόρκη υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άστεγοι. Για επαναστάτες ούτε λόγος. Δεν υπάρχουν κάν εθελοντές. Ωρα τώρα για καφέ."
Αδειασε στο τραπέζι τα δώρα που μούφερε. Βιβλία. Κοινωνικές ιστορίες και ανθρώπινα δράματα. Για τα γκέτο των ανθρώπων που ζούνε σαν σκουπίδια, παιδιά που χάθηκαν για πάντα, ακτιβιστές του δρόμου και σκάνδαλα. Απέραντα σκάνδαλα. "Πάρε και τούτο", συνεχίζει. "Τίνα Ρόζενμπεργκ, Τα παιδιά του Κάιν. Διαβάζεται εύκολα. Μιλάει για τα παιδιά που χάθηκαν. Κάπως έτσι είναι παντού. Μακριά απο τα αμερικανικά προάστια η ζωή ειναι απλά ανάποδα."
Eίχε μόλις επιστρέψει. Προσχαρη και αισιόδοξη, αλλά ανήσυχη και εκ βαθέων αλλαγμένη. Για μήνες έβλεπε απο το παράθυρό της τις φιγούρες να κατηφορίζουν και να ανηφορίζουν μπαινοβγαίνοντας στα θλιβερά σπιτάκια με τα αυτοσχέδια οικοδομικά υλικά, τις πέτρες, τα τούβλα, τους τσιγκους. Πανιά στις πόρτες, κουρελούδες στα παράθυρα, ανοιχτά νερά που τρέχουν, φωνές που κάναν έρωτα, παιδιά να κλαίνε, γέλια, μουσικές και μυρωδιές απο φαγητά.
Και πολύ φολκλόρ η φτώχεια του αλλουνού, με πληροφόρησε, κάτι σαν Jurassic Park εξαθλιωμένων. "Ολη η πόλη είναι στην ουσία ενα θεατρικό αντάρτικο. Ακόμα και οι τουρίστες θέλουν τώρα να κάνουν εκδρομες μέσα στις φαβέλες, να δούν κανα παιδάκι με Ούζι, να αφουγκραστούν τη σεξουαλικότητα της χώρας, τον κοινωνικό της ξεπεσμό, να μυρίσουν λίγο θάνατο και ξεσηκωμό. Οι φτωχοί έχουνε πιάσει τα καλύτερα οικόπεδα της πόλης, οι άλλοι θέλουν απλά να τους "ξυρίσουν", έρχονται σε λίγο και οι Ολυμπιακοί. Πάνω απο δεκα χιλιάδες οι νεκροί μέχρι τώρα απο τις μάχες με την αστυνομία." Για το τί γίνεται εκεί μέσα θα τα γράψει στο δικό της βιβλίο. Το υλικό που έφερε είναι τεράστιο.
Και πυροβολισμοί. Τα βράδια το ελικόπτερο δεν την άφηνε να κοιμηθεί απο τις περιπολίες, κι έτσι καθόταν στο παράθυρο και το χάζευε που ανεβοκατέβαινε. "Κάθε μπάμ και νεκρός βέβαια, τους έβλεπες που τον φόρτωναν κατόπιν με τις κουβέρτες". Κοιμόσουνα τα βράδια Τζέννιφερ; Eδωσε μια περίεργη απάντηση, κάτι φιλοσοφικό και αλήτικο. Καθένας με τη ρουτίνα του. Εκείνη κάθε πρωί μάζευε τα χαρτιά της, σαντάλια, τσιγάρα, κουτιά με φάρμακα, ενα μπουφάν φωτογράφου με τις τσέπες γεμάτες στυλούς, φίλμ και αντικείμενα της δουλειάς, και έβγαινε στο σοκάκι. Την περίμεναν στο "κέντρο".
Γυναίκες που ήθελαν κάποιον να μιλήσουν, θύματα αλκοολισμού και απίθανης κακοποίησης, παιδιά που ήθελαν γάλα, φαγητά, φάρμακα, βιβλία. Και εκείνη έτρεχε παντού να οργανώσει τις ομάδες, να καταγράψει τα παράπονα, να μοιράσει τα κουτιά με τα υλικά, να μιλήσει σε εκείνους που έπρεπε, να κάνει τις απαραίτητες συμμαχίες. "Η απελπισία της απόλυτης φτώχειας είναι μια μούχλα που τρώει το μυαλό και το κορμί. Αυτό έμαθα εκεί. Οργανωμένες ληστείες, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, παιδική πορνεία, αρρώστιες. Και πολύ αντίδραση. Είναι τόσο σπασμένο το κοινωνικό συμβόλαιο, τόσο σάπια αυτή η πόλη, που οι εκρήξεις είναι εφιαλτικές. Οι αστυνομικοί σκοτώνουν τους νάρκος, οι νάρκος σκοτώνουν τους εμπόρους, και όλοι μαζί σκοτώνουν τα παιδιά. Νάξερες πόσες φορές έχασα τις αισθήσεις μου απο την αηδία..."
Είχε αγοράσει εκεί και ενα σπίτι. Ηταν ο μόνος τρόπος να συνεχίσει να ζεί στη Βραζιλία.Το κτιριακό συγκρότημα οπου ζούσε ήταν καλά φυγαγμένο. Απο ολόκληρο στρατό. Πολλοί πηγαινοέρχονταν στη δουλειά με ελικόπτερο. Η Βραζιλία έχει τις περισσότερες ιδιωτικές εταιρίες ελικοπτέρων στον κόσμο, είπε με ύφος κυνικό, εκείνη είχε πιο πολλούς ανθρώπους με όπλα να της φυλάνε το σπίτι απ' οτι ο πρόεδρος της χώρας το προεδρικό του μέγαρο. Τώρα θα πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στο Ρίο και τη Νέα Υόρκη.
Το γκαρσόνι φέρνει τους καφέδες. Η Τζέννιφερ ανακατεύει τον καφέ της νωχελικά. "Χαθήκαμε μωρό μου" αναστενάζει. "Νά, που με βρίσκεις", λέει προσφέροντάς μου την καρτά της. Patrice Τ. Αυτό είναι το αληθινό της ονομα. Η Τζέννιφερ είναι η Patrice. Πάντα η Patrice ήτανε, εκτός απο μια και μόνον εποχή που έγινε εξ ανάγκης Τζέννιφερ για λόγους ασφαλείας. Σε μια απίθανη ανθρωπιστική θητεία τόσο ξεχωριστή, απίθανη και επικίνδυνη, που είναι ακόμα θαυμαστό πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που την επιλέγουν εθελοντικά.
Γόνος πάμπλουτης οικογένειας επωνύμων, πάντα ήθελε να είναι κάποια άλλη. Ηθελα να τη ρωτήσω αν είχε πράγματι γεννηθεί με το μυθικό ποσό που της καταλόγιζαν μερικοί, αν φοβόταν όσο καιρό ήταν στο Ρίο. Την είχα γνωρίσει σαν Τζέννιφερ, σαν Τζέννιφερ μου άρεσε, Τζέννιφερ θα την κρατούσα στο μυαλό μου. Μια χύπισσα κοκκινομάλα, με ενα ποδήλατο. Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω όσα σκεφτόμουνα.
Το νέο "κέντρο" που ετοίμαζε θα γινόνταν στο Queens. "Εκεί τώρα μεταφέρεται ο ανάποδος κόσμος. Ιδια προβλήματα, να ξέρεις, φαγητά, φάρμακα βιβλία. Μόνον που εδώ είμαι επώνυμη." Αυθόρμητα και ξαφνικά, με σφίγγει στην αγκαλιά της, καθώς η ώρα του καφέ έχει τελειώσει, και κατευθύνεται όπως πάντα, προς το "κέντρο". "Να μη χαθούμε πάλι", μου φωνάζει με τον απλό και όμορφο τρόπο της, ενώ ετοιμάζεται να φύγει με το ποδήλατο.
Καθώς την κοιτάω να ξεμακραίνει, η γυναίκα μυστήριο ξαναμαντεύει τη σκέψη μου και επιστρέφει. "Η μητέρα μου είχε χάσει τα μυαλά της όταν της είπα πού ήθελα να κάνω το διδακτορικό μου", λέει τελικά με απόλυτη φυσικότητα. "Εκλαιγε όλη μέρα. Ηθελε να με εμποδίσει, να μου στείλει σωματοφύλακες. Ναί, φοβήθηκα πολύ στη κόλαση που πήγα, στην αρχή έκανα εμετούς τα βράδια, ήθελα να φύγω. Αλλά με είχαν κρύψει καλά πίσω απο χαρτιά και ψεύτικα ονόματα. Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημα. Δεν μου έκαναν κάν την τιμή μιας απαγωγής..."
------------------------------------------------------------------
*Το πόστ αναφέρεται στη φαβέλα Ροσίνια, μια απο τις μεγαλύτερες στο Ρίο. Εχει πληθυσμό 250 χιλιάδες, και είναι στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο καλές περιοχές. To βασίλειο της ανισότητας.
** Τη Τζέννιφερ τη γνώρισα κατα τη διάρκεια ενός πανεπιστημιακού ταξιδιού στο Ρίο, το τέλος της δεκαετίας του 80. Ελληνικής καταγωγής (απο τη Μάνη), ο παππούς της διετέλεσε κάποτε πρόεδρος της Mobil Oil. Ξανασυναντηθήκαμε κατόπιν στη Νέα Υόρκη όπου έμαθα και την πραγματική της ταυτότητα. Στο παρελθόν υπήρξε και κουμπάρα μου. Ηρθε καθυστερημένα στο γάμο, οδηγώντας ενα ενοικιασμένο φορτηγό με το δώρο της - μια κρεβατοκάμαρα(!)
***Ποτέ μου δεν θεώρησα πως ο Μητσάρας απο το Πέραμα που ψηφίζει Αλέκα και ακούει Καζαντζίδη, αγαπάει περισσότερο τον συνάνθρωπο, ή διακατέχεται απο περίσσιες ανθρωπιστικές ευαισθησίες απο κάποιον που γεννήθηκε στην Εκάλη, έχει πέντε πτυχία και ψωνίζει Κολωνάκι και Λονδίνο. Ο ανθρωπισμός, όπως και η Ευτυχία και ο Ερωτας, είναι εντελώς προσωπικά θέματα. Κι αν ποτέ μου αφαίρεσα απο κάποιον το δικαίωμα να διεκδικήσει τη δική του προσωπική φιλανθρωπία, είτε λόγω πλούτου, είτε λόγω ταξικής καταγωγής, η Tζέννιφερ με έπεισε για το αντίθετο.
****"Paz no Rio" (Ειρήνη στο Ρίο). Σύνθημα τοίχου και διαδήλωσης.