Στο γάμο της, η Μίνα παρουσίασε το νέο νυφικό που είχε ράψει η μητέρα της. Ενα αριστούργημα ραπτικής και αισθητικής. Είχε σχεδιαστεί και ραφτεί στο υπόγειο του σπιτιού της, στο εργαστήριο που η θεία συντηρούσε απο χρόνια, και οπου είχαν ραφτεί πάμπολλες ελληνίδες νύφες του Μοντρεάλ. Ακόμα και εκείνοι που δεν ήξεραν απο νυφικά και πολυτελή ρούχα έμειναν έκθαμβοι απο το εκθαμβωτικό δημιούργημα και την ικανότητα της μετανάστριας που μετέφερε στον Καναδά την πανάρχαια τέχνη της ραπτικής απο την οποία βιοποριζόνταν ιδιωτικά για χρόνια. Ενα ανάλογο νυφικό σε κάποιο καλό μαγαζί της πόλης πουλιόνταν πάνω απο 5 χιλιάδες δολλάρια.
Γρήγορα, η φήμη της ράφτρας εφτασε και στο παλιό Μοντρεάλ, το κέντρο της όμορφης γαλλικής πόλης οπου κάποιες αριστοκρατικές οικογένειες ακόμα σχεδίαζαν και πουλούσαν ρούχα σε επώνυμα μαγαζιά. Μια μέρα, μια μάλλον εκκεντρική κυρία ήρθε στο σπίτι της θείας με κάποιο ανακαινισμένο αυτοκίνητο της δεκαετίας του 30. Ηταν μια πασίγνωστη σχεδιάστρια μόδας και ρούχων, με παγκόσμιες επαφές σε Ευρώπη και Αμερική, και ενα τεράστιο εμπορικό δίκτυο πωλήσεων ανα τον κόσμο.
Πάνω στο καφέ που η θεία της πρόσφερε, η σχεδιάστρια έγραψε πάνω σε μια χαρτοπετσέτα την αμοιβή που θα πρόσφερε στη θεία μου, αν δεχόνταν να γίνει αρχισχεδιάστρια νυφικών της εταιρίας. Μέσα απο την δουλειά της θα συναντούσε απο κοντά τις μεγαλύτερες φίρμες της μόδας σε Ιταλία, Γαλλία, και Αμερική. Αντικρύζοντας το γραμμένο νούμερο, η θεία έμεινε άναυδη. Η μετανάστρια απο την Αστυπάλαια μετακόμιζε τώρα σε μεγάλα γήπεδα.
Κατανόησα καλύτερα τη δουλειά της θείας όταν επισκέφτηκα κάποτε με την μητέρα μου το υπόγειο οπου εργαζόνταν, στο κέντρο του Μοντρεάλ. Η θεία ήταν η κορυφή στο τμήμα του σχεδιασμού, η γνώμη της βάραινε παντού και είχε μια σχέση αγάπης με τα κορίτσια που διοικούσε. Τα μοντελίνα που κοσμούσαν τον χώρο, δείγματα της ταλαντούχας σχεδιάστριας, ανέδυαν μια υπέροχη αισθητική τελειότητα.
Στο διπλανό χώρο, κάποιες κοπέλες έραβαν τα ρούχα. Στο τμήμα του μάρκετινγκ φτιάχνονταν οι κατάλογοι με τις πανέμορφες φωτογραφίες, γινόνταν οι φωτογραφήσεις των μοντέλων και τα μονταρίσματα των παρουσιαστικών, και κατόπιν τα προιόντα έπαιρναν τομ δρομο τους για τα μεγάλα μαγαζιά του κόσμου. Εκτός απο τον μισθό της, η θεία έπαιρνε και δύο ακόμα μπόνους. Ενα για τον αριθμό της παραγωγής σαν σύνολο, και ενα για κάθε επιμέρους νυφικό.
Κομμάτια που "περίσσευαν" απο τις συλλογές μόδας, υλικά άριστης ποιότητας και αισθητικής, άρχισαν απο τότε να καταλήγουν στο σπίτι μου στην Ελλάδα, δώρα της θείας προς την μητέρα μου. Μια απερίγραπτη συλλογή και ποσότητα πανάκριβων υφασμάτων και δειγμάτων, που οι ντόπιες ράφτρες της γενέτειρας μετέτρεπαν κατόπιν σε ρούχα για την οικογένειά μου, γινόταν πουκάμισα, πανταλόνια, ταγιέρ και πανέμορφα μπουφάν, μια διαρκής υπεραντλαντική παροχή που κράτησε για δύο δεκαετίες. Σε κάποια στιγμή, ήμασταν ίσως η μόνη οικογένεια της γενέτειρας που έραβε τα δικά της ρούχα σχεδόν εξ ολοκλήρου, έχοντας φτιάξει μια δική της συλλογή ρούχων, ολων σχεδιασμένων απο την Καναδέζα θεία μου.
Για χρόνια η θεία σεργιανούσε σε Ιταλία, Γαλλία, Αμερική και Ασία, βελτιώνοντας τις τεχνικές της, παίρνοντας καινούργιες ιδέες και συναντώντας σημαντικούς ανθρώπους της μόδας. Με τα χρόνια όμως, άρχισε και εκείνη να μου μιλά για τις τεράστιες αλλαγές του χώρου της, για όλες τις διαδικασίες που μετακόμιζαν σταδιακά απο τα χέρια της σε μια νέα γενιά κοριτσιών (που σχεδιάζαν πλέον τα πάντα σε κομπιούτερ), ποτέ δέν άγγιξαν ρούχα και υλικά, ποτέ δεν μάζεψαν "περισσεύμα", και ποτέ τους δεν θαύμασαν απο κοντά το τελικό τους προιόν.
Ο σχεδιασμός παρέμεινε στον Καναδά, το ράψιμο όμως μετακόμισε στο Μεξικό, και η εταιρία απέκτησε απο τότε και ενα ισχυρό τμήμα νομικών και λογιστικών υπηρεσιών, πλαισιωμένο απο δικηγόρους που προσπαθούσαν να καλύψουν την βρωμιά και την εκμετάλλευση των γυναικών που έραβαν τα πανάκριβα υλικά στο Μεξικό, και λογιστές που πάλευαν με χίλιες αλχημείες να κρύψουν τα υπέρογκα κέρδη στους διάφορους φορολογικούς παράδεισους του κόσμου.
Κάπου εκεί, η θεία πήρε σύνταξη. Ο απίθανος κόσμος της αόρατης βρωμιάς δεν πρόλαβε ακόμα να καλύψει τη ζωή της και το υπόγειο οπου έφαγε τη ζωή της σχεδιάζοντας νυφικά. Εφυγε, όπως μου είπε, αξιοπρεπώς.
Ο κόσμος του ρούχου, του modeling, του design και της μόδας είναι η ωραιοποιημένη πρόσοψη ενός σκοτεινού λαβύρινθου μιας απέραντης ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Μιας πανάρχαιας ανθρώπινης δραστηριότητας που ακολουθεί υπόγειες και βρώμικες διαδρομές. Η Ιστορία καταγράφει τα υφαντά και τους αργαλιούς σαν τις πρώτες μαζικά οργανωμένες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής στον κόσμο, μιας επιχείρησης που στηρίχτηκε πάνω στην ανελέητη, πολύωρη και δουλική ανθρώπινη εργασία. Οι αργαλιοί της χειροποίητης Ινδίας και τα μυστικά των υφαντών της, εκλάπησαν απο την Αγγλία και κατόπιν μετακόμισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά και την απίθανη ιστορία που γράφτηκε στους αργαλιούς του
Lowell, ακολούθησαν οι σύγχρονες μεξικανικές
maquiladoras (ειδικές ζώνες αφορολόγητης παραγωγής και εργασιακής νομικής υπόστασης) που έχουν τραβήξει στα σπλάχνα τους ενα μεγάλο μέρος του Μεξικανικού πληθυσμού (κυρίως γυναίκες), σε χειροποίητες και τυποποιημένες δουλειές τύπου φάμπρικας, αδειάζοντας πληθυσμιακά τη φτωχή ενδοχώρα. Μεξικό, Ινδία και μέρη της Ασίας διαπρέπουν στο εργασιακό αυτό είδος.
Και όταν δεν είναι στο Μεξικό ή στην Κίνα, η παραγωγή γίνεται ακριβώς δίπλα μας, σε συνθήκες μόχθου και αντοχών που θυμίζουν Λονδίνο του 1850. Ακριβώς την ώρα που στην Ελλάδα συλλαμβάνονταν ο εκκεντρικός
κ. Γαβαλάς (εξερχόμενος την 6η πρωινή απο τα μπουζούκια), 9 κινέζοι καίγονταν ζωντανoί στο downtown Boston. Κάποια ηλεκτροπληξία ανέφλεξε τα βαμβακερά υλικά των ρούχων που κατασκεύαζαν, και το κτίριο έγινε παρανάλωμα του πυρός. Δύο απο τους πολλούς που πήδηξαν στο κενό για να αποφύγουν τις φλόγες (δεν υπήρχαν έξοδοι ασφαλείας), τσακίστηκαν και χάθηκαν στο παγωμένο ανισόπεδο πλακόστρωτο του δρόμου που είχε πρωτοφτιαχθεί όταν οι Αγγλοι είχαν ακόμα αποικία τους την πόλη της Βοστώνης.