Sunday, October 30, 2011

O τελευταίος πελαργός

Οι πελαργοί δεν ξαναφάνηκαν, του είπαν καθώς κοιτούσε το καμπαναριό της εκκλησίας. Η τελευταία οικογένεια έφτιαξε εδώ τη φωλιά της πρίν τρία χρόνια, και γέννησε το στερνό της πουλί. Το τάιζε και το νοιάζονταν για καιρό, καθώς εκείνο μεγάλωνε, το φρόντιζε και το εκπαίδευε. Και μια μέρα του Αυγούστου, ο μικρός πελαργός σηκώθηκε ξάφνου στα πόδια του, και τρικλίζοντας διστακτικά, άρχισε να δυναμώνει τα φτερά του. Σηκωνόνταν για λίγο επιτόπια, και μετά αναπαυόνταν και πάλι στη θαλπωρή της αιθέριας φωλιάς του.

Χρόνια αργότερα, κάνοντας τον απολογισμό του, διαπίστωσε με κάποια νοσταλγία πως εκείνο το προσωπικό του επιχείρημα ήταν μια απόλυτα λογική ανθρώπινη ενέργεια, τόσο συνηθισμένη και επαναλαμβανόμενη, που αποτελούσε κλασικό θέμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και ενώ αρχικά είχε νομίσει πως πρωτοτυπούσε κάνοντας μια μεγαλειώδη επανάσταση, τα χρόνια αποκαθήλωσαν με κυνικότητα τον εφηβικό εκείνο επαναστατισμό του, κάνοντας τον τελικά να επιζητεί πιότερο το διάβασμα των σοφών που είχαν μαζέψει με μόχθο στα κείμενά τους τις συλλογικές εκείνες ορμές και εμπειρίες τόσων και τόσων που προηγήθηκαν, παρά ξανά να αναπολήσει ο ίδιος τη δική του περιπέτεια.

Είχε προηγηθεί, όπως απαιτείται πάντα, μια κολοσσιαία σπίθα εκκίνησης. Μια χημική αντίδραση που ντοπάριζε το σώμα, τον νού και την καθαρή σκέψη. Ενας μεγάλος έρωτας. Προφανώς και η σύμπτωση αυτή αποτελούσε και η ίδια θέμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά τίποτα τέτοιο δεν ήταν ορατό και κατανοητό τη στιγμή που έτυχε, και έτσι το τρομερό συναίσθημα έγινε ενα αναισθητικό που τον γέμιζε με ανακούφιση και ηδονική επιδίωξη. Ενα πρωί, σηκώθηκε και μάζεψε όσα πράγματα βρήκε μπροστά του. Ετρεξε κατόπιν στην τράπεζα, και αφού μάζεψε όλη του την περιουσία, αγόρασε και τα εισιτήρια του ταξιδιού. Δικαίωμα στο όνειρο. Μια απόδραση στον εξωτισμό.

Προηγήθηκαν βέβαια και οι άλλες ιδεολογικές και ψυχολογικές διεργασίες. Δεν εγκαταλείπεις έτσι απλά μια πόλη γεμάτη φώτα, κόσμο, δουλειές και ελπίδα. Δεν αφήνεις ετσι εύκολα το κέντρο του κόσμου για μια προβληματική περιφέρεια. Αλλά η συγκυρία και η φιλοσοφία της στιγμής, οι επαναστατικές παρέες, οι μουσικές της έπαρσης που συνόδευαν τα οράματα ενός κόσμου σμιλεμένου μέσα απο την προσωπική θέληση και αγώνα, είχαν γίνει με τον καιρό μια μεθυστική και καθοριστική δυναμική έλξης που τον είχαν αλλάξει ριζικά. Ηθελε να αποδράσει. Σε εναν κόσμο εξωτικό, διαφορετικό, αγνό και κυρίως άγνωστο. Οπου θα γινόνταν κάποιος άλλος, στη χειρότερη περίπτωση θα ανακάλυπτε τον ίδιο του τον εαυτό. Και οπου θα ζούσε αυτόνομα, ελεύθερα και μακριά απο τα μεγάλα σχήματα που καλούπωναν τις ανθρώπινες ζωές.

Κουβάλησε ετσι μαζί του, αθώα και ανυποψίαστα, όλα τα μεγάλα θέματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το θέμα του Ερωτα, της Επανάστασης, της Απόδρασης, της Ελευθερίας, και εκείνο της Ταυτότητας. Το ένα τροφοδοτούσε και ενεργοποιούσε το άλλο. Ολες τις ανθρώπινες διαστάσεις πoυ έχουν υμνηθεί απο τους μεγάλους λογοτέχνες. Και πήγε να κάνει απο μόνος του τη φοβερή εκείνη διαδρομή που θα του αποκαλυπτε το τέλος του δρόμου. Να υπάρξει έξω απ' όλα. Και να τα ανακαλύψει όλα. Μια συνειδητή και μελετημένη απόφαση.

Ηταν η πιό υπέροχη εμπειρία που έζησε ποτέ του. Ρούφηξε όσο μπορούσε το μεδούλι της πορείας, την ανηφόρα, τις απίθανες προσωπικότητες που την περιβάλουν, τα διλήματα και τις μεγάλες μάχες του νού και της ψυχής, και στο τέλος δικαιώθηκε με τη δική του απομυθοποίηση. Εζησε ας πούμε, μια θεατρική έκδοση της αληθινής ζωής, αυτή που αντιστοιχούσε στη δική του περίπτωση. Ενα θέατρο του δρόμου. Για νάχει να το αναπολεί και να το διηγείται. Μάχες και πάθη, και λαθεμένους δρόμους. Αλλά και μεγαλειώδεις επιβραβεύσεις, στιγμές θεατρικής κορύφωσης και συγκλονιστικών αποκαλύψεων. Επαρση και κουρέλιασμα μαζί.

Στα βιβλία που πλέον προτιμούσε, εκείνα που του ταίριαζαν. Ιστορίες με πάθη και αλλόκοτους έρωτες, ανθρώπους που ερευνούσαν την ταυτότητά τους, πολιτικοποιημένους μικροεπαναστάτες που οραματίστηκαν και χάθηκαν, κοιμισμένες συνειδήσεις που άφηναν ξαφνικά τη συντηρητική τους ύπαρξη για να αφυπνιστούν σε κόσμους μακρινούς, μοναχικούς ταξιδιώτες που απλά τόλμησαν.

Γιατί, σκέφτηκε νοσταλγικά, δεν είχε πιά την νιότη να του δίνει δύναμη, αλλά στη θέση της μια απέραντη και δύστροπη κυνικότητα που τον έκανε πια συναισθηματικά αδιάφορο και συνειδητά αμέτοχο. Το χειρότερο λάφυρο της επανάστασής του. Χρόνια μετά, στο τέλος της διαδρομής του, μοναχικός πιά και ασυγκίνητος, δέχτηκε και τον μέγιστο νοητό συμβιβασμό. Ο,τι του ξέφυγε απο τη ζωή και δεν το πρόλαβε απο πρώτο χέρι, θα το πληροφορούνταν πλέον μέσα απο τα μεγάλα διαχρονικά έπη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Απο τη θαλπωρή του αναπαυτικού του καναπέ.

Ηταν του είπαν, ο τελευταίος πελαργός. Που μια μέρα, κάτω απο το βλέμμα της ενεργητικής του μητέρας, νωθρός και διστακτικός στην προβλεψιμότητα που του όρισε η φύση, σύρθηκε νωχελικά απο την προστατευτικότητα της οικογενειακής του φωλιάς, και φτερουγίζοντας ξανά με όλη του τη δύναμη, σήκωσε το μικρό κορμί του λίγο ακόμα πιο ψηλά, λίγο ακόμα πιο μακριά. Εμεινε κατόπιν για λίγο μετέωρος στο ίδιο σημείο στον ουρανό, σαν να σκεφτόνταν την επόμενη και μοιραία του κίνηση. Και με ενα δυνατό φτερούγισμα, στιγμή απόφασης μεγάλη, τινάχτηκε κάθετα έξω απο τη φωλιά του, και χάθηκε σαν σφαίρα στον απέραντο και άγνωστο ουρανό...