Sunday, May 17, 2009

Ο ρυθμός που δεν πεθαίνει

Η Λύδια και η οικογένειά της είναι Κουβανοί εμιγκρέδες. Αφησαν το νησί πρίν πολλά χρόνια φοβούμενοι τη φτώχεια. Στα χρόνια που τους γνωρίζω έφαγα μαζί τους κάμποσες φορές στο μικρό εστιατοριάκι τους σε κάποια ισπανόφωνη γειτονιά της Βοστώνης. Και χθές το βράδι, καθώς ο Sakis αντιπροσώπευε το έθνος μας με ενα γνήσιο αγγλικό τεκνοτράγουδο της καταστροφής, βρέθηκα ξανά στην προνομιακή θέση να παρακολουθήσω απο κοντά μια ακόμα γνήσια κουβανέζικη μουσική σύναξη με παλιά παραδοσιακά τραγούδια. Τίποτα δεν έλειπε. Η καλή παρέα, το γνήσιο φαγητό, τα κρουστά, οι παλιακές κιθάρες, τα μικρά κουαρτέτα, τα κουρασμένα πνευστά, η μυρωδιά του πούρου.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των μουσικών εμιγκρέδων του νησιού, η Επανάσταση έβλεπε τη λαϊκή μουσική του δρόμου με μισό μάτι. Τα grassroot μουσικά είδη της Κούβας, οι ρυθμοί της Mumbo και Son, με τις μαύρες ρίζες τους, τον αφρικανισμό της μαγείας και τον ερωτισμό τους, δεν θεωρούνταν πρέπουσες μελωδίες για σοσιαλιστικά ανερχόμενες κοινωνίες, και πολεμήθηκαν στρατηγικά με την κατηγορία της δυσειδαιμονίας που δήθεν κουβαλούσαν. Αλλοι ρυθμοί, ειδικά η Rumba, συνδέθηκαν ιδεολογικά με την πορνογραφία των καζίνων και την Αμερικάνικη αισθητική του ηδονισμού που προωθούσαν οι μισητοί Γιάνκηδες.

Για πολλά χρόνια, η ηγεσία της Κούβας θεωρούσε τη λαϊκή της μουσική παράδοση ως ένα είδος απαξιωμένης υποκουλτούρας προς ευτελισμό και πώληση. Και χρηματοδοτούσε κλασσικά μπαλέτα χορού, σοβιετικά και ευρωπαϊκά ρεπερτόρια μουσικής, αφήνοντας άγγιχτη την μόνη παράδοση που ένοιωθε πραγματικά. Ηταν ο Χρόνος, ο Θεός της αλλαγής, που ξανάφερε την ωραία μουσική στην επιφάνεια. Οι λαϊκές μελωδίες επέζησαν την κρίση του Ψυχρού Πολέμου, το τέστ του χρόνου και την ιδεολογική απαξίωση της Σοβιετίας.