Εψαχνα να σε βρώ αλλα εσύ δεν ήρθες, παραπονέθηκε καθώς ανακάθησε στη ψάθινη καρέκλα. Μ' έριξες, δεν ήρθες. Αλλα εγώ πάντα σε σκέφτομαι και σ' αγαπάω. Eκλεισε κατόπιν τα μάτια, σφίχτηκε σαν να υποφέρει, τινάχτηκε απο τα νεύρα του σαν να καθόταν σε καρφιά, και έγυρε το κεφάλι του προς τα εμπρός. Εκλαιγε...
Και τούτα τα τούρκικα καλντερίμια που κάποτε ήταν το σπίτι του, στένεψαν σε πλάτος, κόντυναν σε ύψος και ρημάδιασαν. Χαθηκε και το σπίτι που ήξερες, με τις πορτοκαλιές, τα τριαντάφυλλα, το πλυσταριό της παλιάς εποχής. Το πάτωμα στο υπνοδωμάτιο είχε γύρει επικίνδυνα, τα πίσω παράθυρα ήταν σάπια και τώρα τα κρατούσε κλειστά, το καντύλι που έκαιγε τις νύχτες έκανε ανταύγιες απο σκιές στον τοίχο και τον φόβιζαν. Αδύνατον να έμενε εκεί για πολύ. Και ο δρόμος προς την αγορά ήταν κι αυτός γεμάτος φαντάσματα, σκιές που τον κυνηγούσαν και παγίδες. Αβατος δρόμος. Τρόμαζε ακόμα και την ημέρα. Φοβάμαι, παραπονέθηκε, φοβάμαι...
Μα η τρομερή στιγμή ήταν τη νύχτα. Ξόμπλια και κρόταλα αντηχούσαν στο κεφάλι του, ο βραδινός ήχος του φόβου και του θανάτου. Μαζευόνταν στη γωνιά του και έτρεμε. Και άπλωνε έτσι το χέρι να αρπάξει το μπουκάλι της απόδρασης, να πιεί και να χαθεί στο μόνο κόσμο που αισθανόταν άνετα, έστω για λίγο, να χαθούν φαντάσματα, ουρλιαχτά και φωνές, μέχρι το φώς της ημέρας να τον ξαναβρεί σχεδόν αναίσθητο, χλωμό και πανιασμένο στο κρεβάτι. Γεματο ιδρώτα και αγωνία να ξεκινήσει μια ακόμα μέρα. Μια ακόμα άχρηστη και τυραννική μέρα γεμάτη βασανιστήρια. Γι αυτό σ' έψαχνα, παραπονέθηκε. Αλλα εσύ δεν ήρθες...
Πήρα το μικρό μονοπατάκι να τον βρώ. Εκεί στο τέλος του δρόμου ήταν τώρα το σπίτι του. Εκεί ζούσε πια γιατρεμένος και ήσυχος. Ανάμεσα στα δέντρα, στα λουλούδια και το φώς. Καποια νύχτα, άνοιξε λέει το παράθυρο. Η αύρα της θάλασσας άγγιξε το κορμί του. Τί ώρα είναι; - αναρωτήθηκε. Ανοιξη, ήταν η απάντηση. Και η μυρωδιά απο το γιασεμί που κάποτε αγαπούσε, ξάφνου τον τρομοκράτησε. Αδύνατον, σκέφτηκε. Αδύνατον να περάσει κι άλλο ενα καλοκαίρι. Μέσα σ' αυτές τις μυρωδιές, την αύρα και μυρωδιά της θάλασσας, παρέα με τα γιασεμιά και τα χλωμά ξόμπλια της νύχτας. Ομορφιά κι ασχήμια δεν είχαν πια καμμιά διαφορά. Ηταν μέρος του ίδιου βασανιστηρίου. Το μαρτύριο της φρικτής επανάληψης.
Τον βρήκα τελικά στον ήρεμο και τελικό του τόπο. Αναψα και το καντήλι του. Ηταν θαμμένος σ' ενα λιτό τάφο, με λίγα λουλούδια που πιά είχαν μαραθεί, και ενα σταυρό που έφερε το όνομά του. Χωρίς άλλα στοιχεία και πληροφορίες. Εκείνη η άνοιξη ήταν η πιο δύσκολη. Και η τελευταία. Πέρασε τελευταία φορά απο το στενό καλντερίμι που μεγάλωσε παιδί, ανάπνευσε το γιασεμί της γειτονιάς, και πέρασε στο μικρό του δωμάτιο. Ηταν αποφασισμένος. Ξέσπασε πάνω στο μισό μπουκάλι που είχε απομείνει, και σαν αισθάνθηκε να ζαλίζεται, έβαλε αυτί μέσα στη νύχτα. Ο μακρινός ήχος με τα νταούλια ακουγόταν να πλησιάζει. Τα βραδινά του ξόμπλια ζύγωναν. Εσυρε τα πόδια του όσο μπορούσε να τον μεταφέρουν στο σημείο που ήθελε και είχε υπολογίσει. Και σαν έφτασε, αγνάντεψε την απεραντοσύνη της φριχτής νύχτας, μια τελευταία τζούρα απο τη θάλασσα, μια τελευταία σκέψη. Κι αφέθηκε απλά στο κενό να τον λυτρώσει...
Ξάδελφος, φίλος και σημείο αναφοράς της νιότης. Κρύφτηκε για κάμποσα χρόνια πίσω απο το αλκοόλ, πριν τον καταπιεί ημίτρελλο η άβυσσος μιας απέραντης και σιωπηλής κατάθλιψης. Πήγα τελικά να τον βρώ που μ' έψαχνε, αλλά εκείνος είχε φύγει...
Μπανάνες
-
*Οι δημοπρασίες έργων ‘τέχνης’ και άλλων παραδόξων αντικειμένων μας έχουν
δώσει κατά καιρούς τροφή για σχολιασμό και περίσκεψη σχετικά με το
αισθητικό γο...
1 day ago