
Αναπαυμένος σε μπαμπού καναπεδάκια με βελούδινα γεμιστά μαξιλαράκια, απολαμβάνω τον καφέ μου στo Downtown. Καφές cappucino με κανέλλα. Είναι ενα απο τα 20 συνεχόμενα μπαράκια του πεζόδρομου. Τα υπόλοιπα 30(!!) θα ανοιξουν, πληροφορούμαι, τον Σεπτέμβριο. Εχω την εντύπωση πως βρίσκεται εδώ όλη σχεδόν η πόλη! Μάρτυρας σε μια υπερπαραγωγή καφέ, greek lifestyle και αραλικιού, η καφενόβια τελετο-αργία επαναλαμβάνεται καθημερινά απο τις 10 μέχρι περίπου τις 1 μετά το μεσημέρι.
Η γκαρσόνα μου προσφέρει τον Τύπο της ημέρας. Εspresso και αθλητικές. Μαθαίνω έτσι τα νέα της ημέρας, ποιός πήδηξε ποιόν, σε ποιό κόττερο βρέθηκε ο Λάκης, τι θα φορεθεί φέτος, πού πήγε διακοπές η Πετρούλα, τι μεταγραφές έκανε η Παναθηναϊκάρα. Στον αντικρυνό τοίχο, σε μια γιγαντο-οθόνη, ενας δημοσιογράφος μεταδίδει τα νέα απο τη Μύκονο. Στριμωγμένος ανάμεσα σε μαυρισμένα ελληνικά, γαλλικά και γερμανικά μπούτια, αγωνίζεται ο φουκαράς να δώσει έμφαση στο αποψινό beach party και καυτό μπλουζάκι show. "Γαμάτο μπάρ", ακούω δίπλα μου έναν νεαρό.
Μ' αρέσει. Διόμιση ώρες καφέ ειναι σοβαρή υπόθεση. Και τα γκομενάνια πολύ όμορφα, απίθανα σεξουαλικά μπλουζάκια, νύχια σε ποικιλόχρωμους συνδυασμούς, μαυρισμένα κορμιά σε γκλαμουράτες έμφανίσεις και μοδάτα design. Κάθε μέρα Downtown. Κάθε μέρα αργία. Η ώρα του καφέ.
Ρωτάω τα παιδιά της παρέας, με τί ασχολούνται όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Ποιά είναι αυτή η καφενιακή λαοθάλασσα, μεγαλύτερη των διαδηλώσεων και των γηπεδικών συνάξεων, η ατέλειωτη αυτή στρατιά των νέων που κάθε μέρα, κάθε πρωί (πιθανώς και βράδυ), κατακλύζουν τα 50 αυτά μπαράκια, σε μια φωτογραφική υπερσυγκέντωση τόσο μεγάλη, τόσο πολυπληθή και αξιοσημείωτη, η παρατήρηση της οποίας εχει και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Ποιοί έιναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι άνεργοι, πληροφορούμαι. Παιδιά της επαρχίας, μαθητές, φοιτητές, απόφοιτοι, καθοδόν προς το αβέβαιο εργασιακό τους μέλλον. Σε μια χώρα που όλα υπολειτουργούν, το κράτος απουσιάζει και η εκμετάλευση περισσεύει. Σε μια χώρα που τρώει τα παιδιά της.
Στην ταράτσα του Downtown, μια ομάδα εργατών βάζει μια καινούργια κεραμοσκεπή. Τα ηλιοκαμμένα κορμιά δουλεύουν με πείσμα μέσα στον ήλιο, διαγράφονται οι καλογυμνασμένοι μύς, ο ίδρώτας της δουλειάς. Είναι Αλβανοί, πληροφορούμαι. Αυτοί φτιάχνουν όλες τις σκεπές της πόλης, αυτοί κάνουν και τα καθαρίσματα, τα τσιμεντόματα, τα υδραυλικά. Αυτοί γενικώς τα κάνουν όλα. Τους βρίσκεις όποτε θέλεις, περιέργως δεν λένε ποτέ όχι, και σαν εργατικές μυρμηγκιές με στρατιωτική δομή, συννενοούνται μεταξύ τους και κλείνουν όλα τα deals. Κεραμοσκεπές, μπάνια, πέτρινοι τοίχοι, ηλεκτροδουλειές, τσιμενταρίσματα. Καί τώρα τελευταία, έχουν και απαιτήσεις. Σταμάτησαν τα παραδοσιακά ωρομίσθια (3- 5 ευρώ την ώρα), και παίρνουν τις δουλειές εργολαβικά. Και ακριβά.
Δεν περιμένω απο τη Μεσογειακή Ελλάδα Προτεσταντικό εργασιακό ήθος, αλλά ενδόμυχα αρνούμαι να παραδεχτώ πως και τα κοινωνιολογικά μου αντανακλαστικά είναι νεκρά. Η εικόνα που απλώνεται μπροστά μου, μου είναι οικεία απο παιδί. Συζητήσεις και παρατηρήσεις έχω κάνει άφθονες στην επαρχία, συχνός ταξιδιώτης της πατρίδας ήμουνα πάντα, και άνεργους έχω δεί πολλούς ανα τον κόσμο. Αλλά τούτο το υπερπλήθος του καφέ, δεν έχει χαρακτηριστικά ανέργων, ούτε και φαίνεται να ανησυχεί πολύ για το εργασιακό του μέλλον. Τα χαρακτηριστικά της ανεργίας περιέχουν αγωνία, όχι καθημερινό ξάπλωμα σε τιγρέ καναπεδάκια και δίωρους καφέδες. Η επαρχιακή αυτή καφενομανία, είναι εμπεδωμένη συμπεριφορά αδιαφορίας προς οτιδήποτε συνιστά στάση ζωής απέναντι στο θέμα της εργασίας.
Οι "άνεργοι" είναι στην ουσία άεργοι, βολεμένοι νέοι της επαρχίας σε μια κοινωνιολογική τελετουργία που θυμάμαι απο παιδί. Την τελετουργία της χρόνιας αναμονής, μιας συγκεκριμένης αντίληψης του κόσμου (βαθιά εμπεδωμένη στην επαρχία), που δεν θέλει τα παιδιά να δουλεύουν σε τίποτε "βρώμικο" και κοινωνικά επιλήψιμο, να μην μετακομίζει απο το σπίτι, να μην φεύγει απο την γενέθλια πόλη. Η πατρική κατοικία ορίζει τα όρια της φιλοδοξίας των παιδιών και χρηματοδοτεί τους καφε-μαραθώνιους (για χρόνια ολόκληρα), μέχρι να παρουσιαστεί κάποτε η καλή, συνήθως κρατική ευκαιρία ή διορισμός. Τότε, και μόνον τότε, τα παιδιά θα ενταχθούν ευπρεπώς στην τοπική κοινωνία.
Με τους Αλβανούς στην ταράτσα να δουλεύουν και τους "άνεργους" στην βάση να απολαμβάνουν λούγκο και φρέντο, το θέαμα είναι και ελαφρώς κωμικό. "Ελα μωρό μου, έλα κορμί μου", φωνάζει στη γιγαντοοθόνη ο Μυκονάκιας. Και το "κορμί" ανταπρίνεται με λάγνες μπαρόβιες υπνωτικές κινήσεις προκαλώντας τα ουρλιαχτά και τον θαυμασμό των τοπικών θαμώνων. Καθώς ετοιμάζομαι να φύγω (οι δύο ώρες πέρασαν), συλλέγω και τον τελευταίο διάλογο ενός "άνεργου" που "τον τρώει η Ελλάδα" "Ασε μαλάκα, έπαθα πλάκα, η γκόμενα οδηγάει το Μazda το τριάρι."