Wednesday, July 29, 2009

Ραστώνη

Τα γαλαζοπράσινα νερά με προκαλούν ηδονικά. Καμμένο το κορμί απο τον ήλιο, δίψα στο στόμα, δίψα στο νού. Μα και ευτυχία. Είχα χρόνια νάρθω στο μικρό νησί, μια κουκίδα γης στην απεραντοσύνη της ελληνικής θάλασσας, ακατοίκητο, μυστηριώδες. Ο μαΐστρος σηκώνεται με δύναμη τινάζοντας παντού φύκια και ξεβρασμένα ξύλα. Λιμνάζοντα νερά είναι τώρα το εσωτερικό της μικρής ξέρας, πρασινίζοντα αρμυρίκια, ζαμπαρέλες, σαύρες, πετροκάβουρες.

Ενα μικρό μονοπάτι με οδηγεί. Αλλού τσιμέντο, αλλού ξύλο, αλλού λάσπη. Κάποτε, το λασπωμένο έδαφος με τη βαθιά μυρωδιά ξεραΐλας, δίνει τόπο σε κάποια στέρεη γή, μικρή σε έκταση, όαση στο σεληνιακό τοπίο. Ο Φάρος. Εγινε εδώ κάποτε μια μεγάλη μάχη, σώμα με σώμα, με μαχαίρια, ξύλα, καριοφύλια, κι΄ο,τι άλλο λάχαινε. Για να μείνει η θάλασσα ανοιχτή στο ναυτικό των Ελλήνων της Επανάστασης, να σωθεί απο τους Τουρκοαιγύπτιους η Ιερά Πόλη. Μια μάχη χαμένη...

Και πέρασε ο χρόνος. Ο παλιός Φάρος έμενε να αγναντεύει το έρημο πέλαγος περιμένοντας καράβια που δεν θα έφταναν ποτέ, εχθρούς που πια δεν υπήρχαν. Σπασμένα τα τζάμια του απο τους χειμερινούς αέρηδες, γυαλιά σκορπισμένα στην ελικοειδή του σκάλα. Παντού ήλιος, φύκια κι ερημιά...

Κάποιοι ντόπιοι άνθρωποι της θάλασσας, πολλοί απ αυτούς γνωστοί μου απο τα παιδικά μου χρόνια, επισκέφτηκαν το έρημο νησί κι έστησαν πάνω του τον Αη Σώστη. Μικρή εκκλησιά, πέτρα σμιλευμένη στο χέρι, μεταφερμένη με ψαράδικες γαΐτες και ντόπια ξύλινα πριάρια. Τα λιμνάζοντα νερά φτάνουν μέχρι τις σκουριασμένες πόρτες της, καβούρια και μικρόψαρα θαρρείς πως προσπαθούν να μπούν στο Ιερό. Φύκια και ιώδιο παντού...

Ο δαιμονισμένος μαΐστρος ξεσηκώνει γύρω του με μια βοή τα πάντα. Τρέμει μαζί του και το μικρό πέτρινο ερημοκλήσι, κουνιούνται μαζί του παράθυρα, εικόνες και λιβανιστήρια. Μένω εκστασιασμένος στο μικρό ιερό της εκκλησιάς, αγναντεύοντας την πενιχρή και ευλαβική του διακόσμηση, νοιώθοντας το βαθύ λαικό στοιχείο της θαλασσοσύνης και ευλάβειας που χαρακτηρίζει ιστορικά τον Ελληνα. Φάρος κι Αη Σώστης, μεσημέρι Ιουλίου, 43 υπο σκιάν...

Το φαγητό της ημέρας έρχεται απο τα βράχια της αντιπέρα όχθης. Χταπόδι γουλισμένο στα άγρια βράχια, αυτοσχεδιαμός ναυτικών, ταξιδευτών και ερημιτών. Πάνω στα φύκια της όχθης στήσαμε μια φωτιά, αντίπαλα στο δροσερό μαΐστρο που γλυκαίνει το κορμί απο το κάμα της ζέστας και την αρμυριά της θάλασσας. Εκστασιασμένος σε ηδονικά πελάγη, σ' ένα νησί έρημο, άγνωστο, μουσειακό, παραδίνομαι στον άνεμο και τη ζέστα της καλοκαιρινής ραστώνης αποκοιμώμενος στα άγρια φύκια της παραλίας...

4 comments:

  1. Ήρθες στα πάτρια εδάφη;
    Να περνάς όμορφα και απ τα γραφόμενα σου, μάλλον αυτό συμβαίνει.

    ReplyDelete
  2. δε νομίζω να περάσεις από αθήνα και να μην τηλεφωνήσεις????


    σε περιμένουμε με τον ιάσιο!

    καλώς ήρθες!

    ReplyDelete
  3. καλησπέρα,

    σήμερα είδα για πρώτη φορά το blog σας.
    το βρήκα πολύ ενδιαφέρων
    εγώ έχω το http://www.johnpatrablog.blogspot.com/ .αν θέλετε ρίξτε του μια ματια

    καλό καλοκαίρι από τον johnpatra

    ReplyDelete
  4. Η ανταπόκριση απο internet cafe της γενέτειρας φίλε μου giant. Νάσαι καλά και καλές διακοπές!
    -----------------------
    Γειά σου ria μου. Μετά την γενέτειρα και τα περίχωρα, κατευθύνομαι πρός την όμορφη Λευκάδα. Πολυήμερο ταξίδι πρός την Αθήνα δεν προβλέπω, τα φιλιά μου και χαιρετισμούς στον Ιάσιο!
    -----------------------
    Αγαπητέ johnpatra σε ευχαριστώ. Νάσαι καλά.

    ReplyDelete